Ανταποκρίνεται η Ευρώπη στο προφίλ του νέου Ευρωπαίου πολίτη;

Κάθε χρόνο, η στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Eurostat», εκτός των άλλων, δημοσιεύει και στατιστικά στοιχεία για την απόκτηση ιθαγένειας σε όλα τα 28 κράτη-μέλη της.

Συνολικά, το 2016, 994.800 πολίτες απέκτησαν την ιθαγένεια κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (από 841.000 το 2015 και 889.000 το 2014), εκ των οποίων η πλειοψηφία ήταν πολίτες χωρών εκτός ΕΕ. Να σημειωθεί ότι αυτή η αύξηση κατά 18% σε σχέση με το 2015 έρχεται μετά από δύο διαδοχικά έτη μείωσης, με βασική συμβολή από την Ισπανία (+36.600), ακολουθούμενη από το Ηνωμένο Βασίλειο (+31.400), την Ιταλία (+23.600), την Ελλάδα (+19.300) και τη Σουηδία (+12.300).

Παρατηρώντας τα ευρύτερα στατιστικά στοιχεία, διαπιστώνουμε ότι το 2016, το 87% των ατόμων που απέκτησαν την ιθαγένεια ενός κράτους-μέλους της ΕΕ ήταν πολίτες τρίτων χώρων. Από αυτούς, οι Μαροκινοί συγκέντρωσαν το μεγαλύτερο αριθμό (101.300 άτομα, εκ των οποίων το 89% απέκτησε την ιθαγένεια της Ισπανίας, της Ιταλίας ή της Γαλλίας), ακολουθούν οι Αλβανοί (67.500, το 97% των οποίων απέκτησαν την ιθαγένεια της Ιταλίας ή της Ελλάδας), Ινδοί (41.700, το 60% των οποίων απέκτησε τη βρετανική υπηκοότητα), Πακιστανοί (32.900, από τους οποίους περισσότεροι από τους μισούς έλαβαν βρετανική υπηκοότητα) και οι Τούρκοι (32.800, εκ των οποίων οι περισσότεροι από τους μισούς απέκτησαν τη γερμανική υπηκοότητα). Οι Ρουμάνοι (29.700) και οι Πολωνοί (19.800) ήταν οι δύο μεγαλύτερες ομάδες πολιτών της ΕΕ που απέκτησαν την ιθαγένεια άλλου κράτους- μέλους.

Λαμβάνοντας υπόψη την αυξανόμενη υποστήριξη ξενοφοβικών απόψεων σε κράτη της ΕΕ(με αποκορύφωμα τις τελευταίες εκλογές της Ουγγαρίας) και δεδομένου ότι οι περισσότερες υπηκοότητες κράτους-μέλους ΕΕ αποκτήθηκαν από νέους ανθρώπους (το 40% ήταν κάτω των 25 και ένα άλλο 40% σε ηλικίες των 25-44), το ερώτημα είναι πώς θα ανταποκριθεί η Ευρώπη στην αναπόφευκτη μεταβαλλόμενη σύνθεση του Ευρωπαίου πολίτη σήμερα.

Μέχρι στιγμής, η απάντηση προκαλεί θλίψη. Κοιτάζοντας το θέμα από άποψη εκπροσώπησης, η έλλειψη φυλετικής και εθνοτικής ποικιλομορφίας στα θεσμικά όργανα της ΕΕ είναι απογοητευτική. Εκτιμάται ότι τα άτομα εθνοτικής μειονότητας αποτελούν περίπου το 1% του πληθυσμού που απασχολείται στα θεσμικά όργανα της ΕΕ. Παρόλο που δεν υπάρχουν επίσημες στατιστικές μελέτες, καθώς η εύρεση στατιστικών στοιχείων αναφορικά με τη φυλή στην Ευρώπη είναι δύσκολη, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, από τους 776 ευρωβουλευτές που εκλέχθηκαν το 2014, λιγότεροι από 20 θεωρούνται μειονοτικής εθνικής καταγωγής. Αν κοιτάξετε όμως ποιοι καθαρίζουν τις αίθουσες αυτών των θεσμών, θα δυσκολευτείτε να βρείτε ένα λευκό πρόσωπο.

Επιπλέον, όταν πρόκειται για τη χάραξη πολιτικών που επιτρέπουν ένα πιο διαφοροποιημένο εργατικό δυναμικό, η Επιτροπή δεν φτάνει στο ύψος των περιστάσεων. Μια πρόσφατη πρωτοβουλία για τη δημιουργία πολιτικών συμπερίληψης του εσωτερικού εργατικού δυναμικού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κρίθηκε ελλιπείς ως προς αυτό το κομμάτι. Το ENAR, το μόνο πανευρωπαϊκό αντιρατσιστικό δίκτυο που μάχεται για φυλετική ισότητα έχει δημοσιεύσει εκτεταμένα σχετικά με αυτό.

Παράλληλα, σε θέματα διακρίσεων εις βάρος μειονοτήτων στην ΕΕ, η πραγματικότητα είναι επίσης θλιβερή για τα άτομα μεταναστευτική καταγωγής. Σύμφωνα με μια έκθεση που δημοσιεύθηκε το 2017 από το FRA, σχεδόν το 40% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι αντιμετώπισαν διακρίσεις τα τελευταία πέντε χρόνια, με τους ερωτηθέντες να επισημαίνουν το χρώμα του δέρματός τους και το όνομα ή το επώνυμό τους ως λόγο διάκρισης σε όλους τους τομείς της ζωής τους, ιδιαίτερα όμως όσον αφορά στην εργατική απασχόληση. Μπορείτε να διαβάστε εδώ και την εκτενή έκθεση του ENAR για τις διακρίσεις στην εργασία.

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, εξακολουθεί να υπάρχει το ερώτημα:
Υπό το φως της πραγματικότητας του νέου Ευρωπαίου πολίτη σήμερα, είναι η Ευρώπη έτοιμη να δεσμευτεί κοινωνικά και οικονομικά στην φυλετική, εθνοτική και θρησκευτική της σύνθεση;