Καρτ Ποστάλ από την Ελλάδα

Της Silvia Giulini


Στο σήμα της 20ης ώρας της ημέρας, οι ναύτες σηκώνουν τις άγκυρες και το πλοίο ξεκινά αργά, να γλιστράει στα νερά.

Δίπλα μου ο Αμπντουλά, ένας νεαρός Αφγανός, χαμογελά. Γυρνάει και μου λέει, σχεδόν με αυτοπεποίθηση, «Δε θέλω να ξαναδώ τη Λέσβο για τα επόμενα πέντε χρόνια τουλάχιστον. Τη μισώ».

Μπροστά μας το ηλιοβασίλεμα φαντάζει πιο όμορφο από ποτέ, ο ουρανός είναι χρυσαφένιος και ο αέρας που αναπνέουμε μοιάζει διαφορετικός: σιγά-σιγά το πλοίο απομακρύνεται από το νησί, τα χαμόγελα γίνονται πιο γαλήνια, ανακουφισμένα και τα μάτια ξεκινούν να γυαλίζουν. Είναι το τέλος ενός εφιάλτη.

Στην πραγματικότητα, οι δυσκολίες που ο Αμπνουλά και οι φίλοι του έχουν να αντιμετωπίσουν είναι ακόμη πολλές και το ξέρουν καλά. Αλλά θέλουν να χαρούν αυτήν την μαγική στιγμή που περίμεναν πολύ καιρό.

Καθόμαστε ο ένας δίπλα στον άλλο, εγώ και εννιά Αφγανοί. Τους γνώρισα την προηγούμενη μέρα έξω από τη Μόρια, το στρατόπεδο συγκέντρωσης του νησιού, αλλά τώρα μοιάζουν τελείως διαφορετικοί. Ο Αμπντουλά και ο Μοχάμετ μεταφράζουν για να καταλαβαίνω και να γελάω μαζί τους. Θέλουν να τρώω συνεχώς γιατί -όπως μου εξηγούν- «Η κουλτούρα μας λέει πως δεν έχει σημασία αν ένας φίλος λέει όχι. Είναι αναγκασμένος να φάει έτσι και αλλιώς!». Όχι και τόσο διαφορετική από την Ιταλική! «Μόλις αποκτήσω μια σταθερότητα» προσθέτει ο Αμπντουλά, «θα έρθεις να μας επισκεφθείς και η μητέρα μου θα μαγειρέψει ένα αφγανικό δείπνο. Κανείς δε μαγειρεύει καλύτερα από εκείνη!».

Όταν τους γνώρισα την προηγούμενη μέρα, μου εξήγησαν πως έπρεπε να μείνουν στη Λέσβο εξαιτίας γραφειοκρατικών κωλυμάτων, περιμένοντας άδεια για να φύγουν από το νησί. Καθίσαμε γύρω από ένα τραπέζι και μου είπαν τις ιστορίες τους. Αν και χαμογελούσαν, η ατμόσφαιρα εκείνη την ώρα ήταν πολύ βαριά. Ο Αμπντουλά κοιτούσε κάτω. Μετά σήκωσε το κεφάλι του, αλλά το βλέμμα του ήταν απόμακρο, χαμένο. Πόσο όμορφο ήταν που τον έβλεπα στο πλοίο! Έκανε αστεία και γελούσε συνεχώς. «Ελπίζω το ταξίδι να κρατήσει περισσότερο απ’ό,τι διαρκεί κανονικά. Σήμερα δεν θα κοιμηθούμε, θα γιορτάσουμε!».

«Μόλις έμαθε ο άντρας μου ότι επιτέλους φεύγω για την Αθήνα, ξεκίνησε να γελά και μου είπε: Νιώθω πως μπορώ να πετάξω!», λέει ένα κορίτσι στην ηλικία μου. Και όλοι γελούσαν!

Πέρασα κάποιες ώρες μαζί τους στο πλοίο. Κάποια στιγμή όμως, ένιωσα πως έπρεπε να φύγω. Αισθάνθηκα πως ήταν σωστό να τους αφήσω να χαρούν την ευτυχία τους μαζί, χωρίς εμένα. Και αφού επέμεινα για λίγο, με άφησαν να φύγω.

Θα μπορούσα να σας πω για την τραγωδία των προσφύγων: τα βασανιστήρια που υπέφεραν, τις απάνθρωπες συνθήκες που έπρεπε να αντέξουν, τις δυσκολίες και τις συνθήκες με τις οποίες έπρεπε να ζήσουν στην Ελλάδα. Θα μπορούσα να σας πω για το φόβο της φυλάκισης ή της απέλασης. Για τους τσακωμούς που ξεκινούσαν για ένα ζευγάρι παπούτσια. Θα μπορούσα να σας πω τόσα πολλά πράγματα, αλλά τα ξέρετε αυτά από τις εφημερίδες. Ειδικότερα από εκείνες που ψάχνουν πάντα το «λαυράκι» και εκμεταλλεύονται επεισόδια για να δημιουργήσουν δακρύβρεχτες ιστορίες.

Αντιθέτως, όχι. Δεν θα σας πω τίποτα από αυτά. Προτιμώ να σας πω για την κανονική τους ζωή. Σας μιλάω για τον Αμπντουλά και τα χαμόγελα των φίλων του. Τα κατεργάρικα και παιχνιδιάρικα μάτια των παιδιών. Σας μιλάω για τη θέληση αυτών των ανθρώπων να ζήσουν και να ξεκινήσουν από την αρχή. Για τη δύναμή τους, τα γέλια και τα αστεία τους. Τη θέληση να αποκτήσουν μια σταθερότητα. Αλλά περισσότερο από όλα, σας λέω πως είναι κανονικοί άνθρωποι που αντιδρούν στο παρελθόν τους και χαμογελούν.