Η Εποχή του Στατικού Ποδηλάτου: Μαρτυρία θύματος στη Λιβύη

“Προχωράμε κοιτώντας μπροστά, νομίζοντας ότι ποδηλατούμε μακριά από τις παλιές εποχές, αλλά στην πραγματικότητα στεκόμαστε ακριβώς στο ίδιο σημείο”

σκλαβοπαζαρο λιβυη

Γράφει ο Ahmed Fares


Πράξη Πρώτη: Το Facebook

Όταν ο Η. άλλαξε τη φωτογραφία προφίλ του και τον είδα να ποζάρει μπροστά στον πύργο του Άιφελ, πήρα την απόφαση να κάνω τα αδύνατα δυνατά για να μετακομίσω και εγώ στην Ευρώπη.

Αυτή ήταν η απάντηση του Π. στην ερώτησή μου σχετικά με το πώς, πότε και γιατί αποφάσισε να μετακομίσει από τη χώρα του στην Ευρώπη. Ο Π. έχει τέσσερα αδέλφια και πίστευε ότι η οικογένειά του είναι το πιο σημαντικό κομμάτι της ζωής του. Ήταν ο μεγαλύτερος και, αν και μόλις 21 ετών, πάντα θεωρούσε τον εαυτό του υπεύθυνο για την οικογένειά του. Δεν τελείωσε το σχολείο και τρελαινόταν για τα βιντεοπαιχνίδια, μέχρι που συνειδητοποίησε πως δεν έχει χρόνο για χάσιμο και πως έπρεπε να επικεντρωθεί στο πώς να συγκεντρώσει χρήματα. Έτσι, ξεκίνησε να δουλεύει ως βοηθός μηχανικού, ως ηλεκτρολόγος, ξυλουργός, και τελικά του δόθηκε η ευκαιρία να δουλέψει στη λαϊκή αγορά σε έναν πάγκο με φρούτα και λαχανικά. Συνεχίζει την ιστορία του…

Έστειλα αμέσως στον Η. και τον ρώτησα πως μετακόμισε στην Ευρώπη, πόσα πλήρωσε και αν μπορούσε να με βοηθήσει να φτάσω και εγώ. Ο Η. απάντησε πως θα μου δώσει όση βοήθεια μπορεί για να καταφέρω να πάω και εγώ στην Ευρώπη.

Έτσι λοιπόν ο Η. έδωσε στον Π. έναν αριθμό Viber για να καλέσει ή να στείλει μήνυμα, με σκοπό να ρωτήσει περισσότερες λεπτομέρειες, να μιλήσει για τις διαδικασίες και να μάθει τι ακριβώς χρειάζεται για να ξεκινήσει το ταξίδι του στην Ευρώπη. Αμέσως ο Π. ξεκίνησε τη συνομιλία στο Viber και συνειδητοποίησε πως χρειάζεται 500 ευρώ για να πάει από τη χώρα του στην Ιταλία, τη Γαλλία, την Ισπανία ή την Ελλάδα. Το ποσό αυτό ήταν πολύ μεγάλο αλλά, αφού μίλησε με την οικογένειά του για το θέμα, όλοι τον υποστήριξαν οικονομικά και μέσα σε δύο μήνες κατάφερε να συγκεντρώσει το απαραίτητο ποσό, έτοιμος να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα.

Πράξη Δεύτερη: Το Ταξίδι

Μόνο και μόνο η σκέψη του να φύγει κανείς από το κέντρο της Αφρικής για να πάει στην Ευρώπη αποτελεί πολυτέλεια, πόσο μάλλον όταν ξεκινάς πράγματι το ταξίδι αυτό και το όνειρό σου μοιάζει πιο κοντινό!

Τα λεφτά συγκεντρωμένα, το τσαντάκι χειρός έτοιμο, η μπαταρία στο κινητό γεμάτη. Αποχαιρέτησε την οικογένειά του και πήγε να βρει το διακινητή στο σημείο συνάντησης που είχαν ορίσει, το οποίο βρισκόταν πολύ κοντά στο κέντρο της πόλης του. Όταν έφτασε, είδε ένα πολύ μεγάλο φορτηγό και του είπαν να μπει γρήγορα στο πίσω μέρος. Εκεί ένας άλλος τον καλωσόρισε, πήρε τα λεφτά και του είπε να καθίσει γιατί ο δρόμος επρόκειτο να είναι μεγάλος. Μέσα στο φορτηγό πρέπει να ήταν ακόμη τρία άτομα, αλλά δεν μπόρεσε ούτε να τους δει ούτε να πιάσει κουβέντα μαζί τους γιατί ήταν πολύ σκοτεινά και το φορτηγό πήγαινε πολύ γρήγορα.
Το φορτηγό σταμάτησε επτά φορές στο σύνολο για να μαζέψει επιβάτες. Περίπου 32 άτομα ήταν πλέον μέσα και το όχημα είχε γεμίσει ασφυκτικά. Ο οδηγός έτρεχε με πολύ υψηλή ταχύτητα, πράγμα το οποίο έκανε τους επιβάτες να παραπονιούνται και να μιλούν μεταξύ τους. Στη διαδρομή των 12 ωρών, ο Π. έκανε διάφορες συζητήσεις με πολλούς ανθρώπους και ανακάλυψε κάποια δεδομένα:
1. Όλοι είχαν πληρώσει διαφορετικά ποσά, λίγο περισσότερα ή λιγότερα από 500 ευρώ
2. Παιδιά και ηλικιωμένοι δεν επιτρέπονταν
3. Σχεδόν όλοι είχαν μια ανάλογη εμπειρία με το Facebook και τη φωτογραφία ενός φίλου στην Ευρώπη

Το φορτηγό σταματάει κάπου και νομίζω αυτή τη φορά είμαι εκτός των συνόρων της χώρας μου. Μας κατεβάζουν και να μας χωρίζουν σε τρεις ομάδες για να μπούμε σε τρία ξεχωριστά και πολύ βρώμικα φορτηγά, ζητώντας μας να κάνουμε απόλυτη ησυχία εάν το φορτηγό σταματήσει για τον οποιονδήποτε λόγο. Επιτέλους μας δίνουν λίγο φαγητό και όλοι είμαστε μέσα, με το μικρό τσαντάκι και χωρίς καθόλου μπαταρία στο κινητό, εκτός από έναν: το τηλέφωνό του ακόμη δουλεύει και είμαι ο μοναδικός που συνειδητοποιεί πως είμαστε στο Σουδάν από το σήμα περιαγωγής στο κινητό του.

Κανείς δεν έχει όρεξη να πάρει τηλέφωνο ή να χρησιμοποιήσει το ίντερνετ. Είμαστε όλοι χαμένοι στις σκέψεις μας και πολύ προβληματισμένοι με την οργάνωση και ακρίβεια αυτών των ανθρώπων.

Μετά από ίσως τέσσερις ώρες, το φορτηγό σταματάει και ακολουθούμε τις οδηγίες παραμένοντας σιωπηλοί. Ξαφνικά, ο οδηγός ανοίγει την πόρτα και ένας στρατιωτικός με στολή στέκεται δίπλα του. Μας κοιτάει σαν να υπολογίζει και να μετράει το πόσοι είμαστε, κοιτάει ξανά τον οδηγό νεύοντας θετικά, ο οδηγός κλείνει την πόρτα και συνεχίζουμε το ταξίδι. Το ίδιο ακριβώς πράγμα έγινε περίπου τέσσερις φορές σε δύο ημέρες. Κάθε φορά νόμιζα πως διατρέχαμε σοβαρό κίνδυνο και πως θα μας συλλάβουν, αλλά από την άλλη ένιωθα ασφαλής και πως ο άνθρωπος αυτός θα μας οδηγούσε με ασφάλεια στην Ευρώπη. Το τρίτο πρωινό άκουσα καθαρά κάποιες λέξεις στα Αραβικά, τις οποίες κατάλαβα εξαιτίας του Ισλαμικού Ιερού βιβλίου και επειδή η γιαγιά μου και ο παππούς μου έμεναν στη Σαουδική Αραβία.


Πράξη Τρίτη: Το Κέντρο Κράτησης

Στην τελευταία μας στάση η πόρτα του φορτηγού άνοιξε και ξεκίνησαν με τη γλώσσα του σώματος να μας εξηγούν τι ήθελαν, καθώς δεν υπήρχε κάποια κοινή γλώσσα επικοινωνίας. Μας ζήτησαν να βγούμε από το φορτηγό ένας ένας, να βγάλουμε τα παπούτσια μας και να ανοίξουμε τις τσάντες μας. Πήραν τα κινητά μας και πολλά από τα προσωπικά μας αντικείμενα, αξιολογώντας μας -πιστεύω- με βάση τη φυσική μας κατάσταση και πόσο δυνατός ήταν ο καθένας μας.

Αφού μας τακτοποίησαν, μας έδωσαν φαγητό και κάτι βότανα να βάλουμε πάνω στη γλώσσα μας, όχι για να τα φάμε αλλά να τα κρατήσουμε στο στόμα σαν τσίχλα. Μετά από τρεις μέρες συνειδητοποίησα πως ήταν ένα είδος ναρκωτικού που ονομάζεται Kaat, το οποίο μας έκανε κατά κάποιο τρόπο χαρούμενος, να μην αισθανόμαστε πολύ πείνα ή δίψα, κρατώντας μας σε μια κατάσταση όπου μπορούσαμε να περάσουμε ολόκληρα μερόνυχτα στη θέση μας χωρίς να κάνουμε απολύτως τίποτα.

Το κέντρο κράτησης βρισκόταν στη μέση της ερήμου, αλλά όχι σε σκηνές. Ήταν ένα μεγάλο ισόγειο, με πολύ αδύναμους τοίχους, μια πολύ απλή και βασική κατασκευή και, από όσα είχα καταλάβει, βρισκόταν σε Αραβική χώρα αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω σε ποια ακριβώς. Μετά από μια βδομάδα περίπου, στη μέση της νύχτας ακούσαμε αμάξια να παρκάρουν και μετά από καμιά ώρα ήρθαν στο χώρο μας και πήραν επτά άτομα. Ύστερα από περίπου τρεις ώρες, μόνο οι τέσσερις ήρθαν πίσω. Όταν προσπάθησα να καταλάβω που είχαν πάει οι άλλοι ή δεν μου απάντησαν ή δεν μπορούσα να καταλάβω τι μου έλεγαν.

Άλλη μια βδομάδα πέρασε και άκουσα αμάξια να παρκάρουν ξανά. Οι ίδιες διαδικασίες ακολουθήθηκαν, μόνο που αυτήν τη φορά μου ζήτησαν να πάω μαζί τους. Μαζί με άλλα 20 άτομα μας πήγαν σε ένα κτίριο κοντά στο δικό μας όπου βρίσκονταν κάτι Σεΐχηδες που φαινόντουσαν πολύ πλούσιοι. Μας έπαιρναν έναν έναν, μας έβαζαν μπροστά τους λέγοντας λέξεις στα Αραβικά, νομίζω κάτι σαν «δυνατός, έξυπνος, δεν κοιμάται πολύ, δεν τρώει πολύ». Μετά αυτοί οι Σείχηδες έλεγαν κάτι που δεν καταλάβαινα και τελικά, οι άνθρωποι που μας έφεραν εκεί συνεχάρησαν έναν από αυτούς και μου ζήτησαν να περιμένω έξω με έναν από τους φρουρούς.

Τότε ήταν που βρήκα τον Η. να κουβαλάει ένα πολύ βαρύ έπιπλο μέσα στο κτίριο μαζί με κάτι άλλους… Εκείνη ακριβώς τη στιγμή η γλώσσα μου δεν με βοηθούσε να του φωνάξω ή να ουρλιάξω. Δεν ξέρω αν ήταν ψυχολογικό ή εξαιτίας των ναρκωτικών που μας έδιναν, αλλά αυτό για το οποίο ήμουν σίγουρος  ήταν πως δεν υπάρχει καμία Ευρώπη και κάτι πάρα πολύ κακό συμβαίνει στη ζωή μου.

Μετά από δύο ώρες, ο Σείχης με πήρε στο αμάξι του σαν να ήταν 100% σίγουρος πως δεν θα προσπαθούσα να ξεφύγω από αυτόν. Όταν το αμάξι έφυγε από το κέντρο κράτησης ήμουν τόσο ήρεμος και ήσυχος, αλλά μόλις 15 λεπτά από εκεί φτάσαμε σε μεγάλο αυτοκινητόδρομο και δεν σκέφτηκα τίποτα απολύτως, απλώς πήδηξα από το αμάξι, αγνοώντας την υψηλή ταχύτητά του. Αν είχα τα λογικά μου δεν θα είχα πάρει ποτέ αυτήν την απόφαση.

Έχασα τις αισθήσεις μου και ξύπνησα σε ένα μέρος που κάποιοι άνθρωποι μου έδιναν πρώτες βοήθειες, καθώς είχα πολλούς τραυματισμούς στο κεφάλι και τα γόνατα. Με πήγαν σε ένα νοσοκομείο και εκεί, όταν είδα έναν αστυνομικό να έρχεται προς το μέρος μου ένιωσα πως ήμουν ξανά ελεύθερος.

Πράξη Τέταρτη: Η Τοπική Αστυνομία

Η τοπική αστυνομία πίστευε όμως ότι δούλευα με τους διακινητές, δεν άκουσαν τίποτα από αυτά που έλεγα και το ότι προσπάθησα να επικοινωνήσω μαζί τους με λίγα Αραβικά απλώς έκανε τα πράγματα χειρότερα… Έμεινα στη φυλακή για περισσότερες από τρεις εβδομάδες, τρώγοντας κάθε 12 ώρες και πηγαίνοντας στην τουαλέτα μόνο δύο φορές τη μέρα. Τελικά, ξεκίνησαν να με ρωτάνε για τη χώρα μου (σημαία, εθνικό εμβατήριο, πολιτικούς, συνάλλαγμα, μέρη, κτλ) και μετά απλώς με έστειλαν πίσω στα σύνορα της χώρας μου χωρίς επίσημη αποστολή ή καμία συνεργασία ανάμεσα στη χώρα μου και τη Λιβύη.


Πράξη Πέμπτη: Πίσω στο Σπίτι

Πριν φτάσω σπίτι, βρήκα ένα φίλο μου στο δρόμο, ο οποίος με ρώτησε τι έγινε με εμένα και γιατί γύρισα από την Ιταλία! Τον ρώτησα για ποιο λόγο νόμιζε πως είμαι στην Ιταλία, και μου απάντησε κάτι για τη φωτογραφία μου στο Facebook δίπλα στο Κολοσσαίο. Όταν μου έδειξε το προφίλ μου στο Facebook για να δω τη φωτογραφία, κατάλαβα γιατί είχαν πάρει τα κινητά μας και επίσης κατάλαβα πόσο τυφλός υπήρξα για να μην έχω αναγνωρίσει το απλό και ερασιτεχνικό photoshop που είχε γίνει. Τελικά κατάλαβα πόσο εύκολο ήταν για τους διακινητές να εισπράττουν λεφτά και όλα αυτά που συνέβαιναν όλον αυτόν τον καιρό.

Ο Π. τώρα κρατάει όλα αυτά κρυφά. Δεν είπε στην οικογένειά του τίποτα από όσα συνέβησαν, μόνο πως δεν κατάφερε ποτέ να φτάσει στην Ευρώπη. Αλλά ο πραγματικός πόνος έρχεται από το γεγονός πως ξέρει ότι ο Η. βρίσκεται ακόμη στη Λιβύη, πράγμα το οποίο δεν μπορεί να πει πουθενά, ούτε στην οικογένεια του Η. –τους οποίους βλέπει καθημερινά– ούτε σε κανέναν άλλον. Και στην πραγματικότητα δεν πρέπει να το κάνει. Γιατί το σάπιο αυτό σύστημα βρίσκεται παντού, από την πόλη του Π. και τους διακινητές στη χώρα του, μέχρι τους στρατιωτικούς στα σύνορα και όλους αυτούς που διοικούν τα σκλαβοπάζαρα στη Λιβύη. Χιλιάδες άνθρωποι πωλούνται καθημερινά, αυτήν ακριβώς τη στιγμή που μιλάμε. Και όλο αυτό συνεχίζει ανενόχλητο, με έναν τόσο απλό και εύκολο τρόπο που το κάνει ακόμη πιο τρομακτικό, έτσι δεν είναι;