Ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για την Εθνική Σύνταξη
Ο δημόσιος διάλογος που έχει ανοίξει το τελευταίο διάστημα για τη σύνταξη, με αφορμή το νομοσχέδιο του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων:«Ασφαλιστική Μεταρρύθμιση και Ψηφιακός Μετασχηματισμός Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.)» το οποίο προορίζεται προς ψήφιση σήμερα, 27 Φεβρουαρίου, ελάχιστα μεριμνά για ένα χρόνιο πρόβλημα που αφορά στην συνταξιοδότηση μεταναστών και Ελλήνων μεταναστευτικής καταγωγής, που ζουν και εργάζονται εδώ και χρόνια στην Ελλάδα.
Σύμφωνα, με τη κείμενη νομοθεσία (ν.4387/2016) οι μετανάστες, όπως και οι Έλληνες πολίτες, για να λάβουν το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης (384 ευρώ) πρέπει να έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον 20 έτη ασφάλισης καθώς και 40 χρόνια μόνιμης και νόμιμης διαμονής στην Ελλάδα. Όσοι και όσες αδυνατούν να αποδείξουν 40 χρόνια μόνιμης διαμονής, λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη με αναλογία 1/40, για κάθε έτος που λείπει. Η μόνιμη και νόμιμη διαμονή για τους πολίτες χωρών εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποδεικνύεται με βάση τις άδειες διαμονής. Ως γνωστόν, η πρώτη συντονισμένη διαδικασία νομιμοποίησης ξεκίνησε το 1998 σύμφωνα με τα Προεδρικά Διατάγματα 358/1997 και 359/1997. Συνεπώς, μια μεγάλη μερίδα πολιτών χωρών εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και πολιτογραφηθέντων Ελλήνων πολιτών αδυνατεί να αποδείξει 40 χρόνια νόμιμης και μόνιμης διαμονής.
Σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα το Generation 2.0 RED ασχολήθηκε πιο ενεργά από τον Αύγουστο του 2019 υποβάλλοντας σχετική αναφορά στο Συνήγορο του Πολίτη (ΣτΠ). Στο έγγραφο παρατηρήσεων που εστάλη προς το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων στις 21 Ιανουαρίου 2020 καθώς και στην απάντηση που λάβαμε στις 5 Φεβρουαρίου 2020, ο ΣτΠ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι “το κριτήριο των ετών διαμονής είναι ξένο προς το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα”, επειδή “ο υπολογισμός των παροχών βάσει του χρόνου ασφάλισης ήταν και παραμένει βασικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής του”. Επιπλέον, ο ΣτΠ αναφέρει ότι ο έλεγχος της 40ετούς διαμονής στην Ελλάδα για την χορήγηση της πλήρους εθνικής σύνταξης υποβάλλει τους αιτούντες στην απαίτηση μιας αδύνατης απόδειξης και γι’ αυτό θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν τα κενά στη νομοθεσία κατά την διάρκεια της δεκαετίας του ‘90. Η μείωση της εθνικής σύνταξης βάσει ετών διαμονής οδηγεί σε πολύ χαμηλές συντάξεις και ταυτόχρονα σε πολύ μεγάλες ανισότητες μεταξύ ασφαλισμένων με τον ίδιο χρόνο ασφάλισης και τις ίδιες συντάξιμες αποδοχές.
Η αδυναμία απόδειξης 40 χρόνων παραμονής στην Ελλάδα είναι ένα ζήτημα που επηρεάζει και τους ομογενείς από την Αλβανία, καθώς μέχρι το 1998, έτος δημοσίευσης της Υπουργικής Απόφασης που προέβλεψε το Ειδικό Δελτίο Ταυτότητας Ομογενούς (ΕΔΤΟ) ως τίτλο παραμονής και εργασίας, οι ενδιαφερόμενοι δεν είχαν καμία δυνατότητα να εξασφαλίσουν την παραμονή και εργασία τους στη χώρα. Η Αντιπροσωπεία Βορειοηπειρωτών είχε λάβει γραπτή δέσμευση από τον Κ. Μητσοτάκη τον Μάιο του 2019 για την κατάργηση της ρύθμισης που στερεί το δικαίωμα πλήρους εθνικής σύνταξης. Λόγω, όμως, της μη τήρησης της συγκεκριμένης δέσμευσης οι ομογενείς προέβησαν τις τελευταίες μέρες στην πραγματοποίηση συγκεντρώσεων ως ένδειξη διαμαρτυρίας. Με αφορμή το κλίμα αυτό, στις 13 Φεβρουαρίου έγινε στη Βουλή ερώτηση προς τον υπουργό Εργασίας από βουλευτή του ΚΚΕ, κ. Κατσώτη, σχετικά με την κατάργηση της διάκρισης περί του χρόνου διαμονής.
Έχει έρθει επομένως η ώρα να μιλήσουμε για την εθνική σύνταξη και κυρίως υπό το πρίσμα της ίσης μεταχείρισης, αρχή η οποία διακυβεύεται. Τελικά, για ποιον λόγο λαμβάνουν μειωμένη εθνική σύνταξη άτομα που πληρούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις, όπως χρόνια ασφάλισης και ηλικία, και ταυτόχρονα έχουν καταβάλει όλες τις υποχρεωτικές ασφαλιστικές εισφορές κατά την απασχόλησή τους;