Θέλω να είμαι ό,τι επιλέξω

Του Νίκου Odubitan


Οι γονείς μου ήρθαν τέλη δεκαετίας 70 από το Λάγκος της Νιγηρίας στην Ελλάδα για σπουδές. Ο πατέρας μου σπούδασε Νομικά και η μητέρα μου Οικονομικά. Εγώ γεννήθηκα το 1981 στην Αθήνα. Μεγάλωσα και πήγα σχολείο στα Πατήσια. Οι γονείς μου έδιναν πολύ μεγάλη σημασία στο σχολείο. Ήθελαν οπωσδήποτε να πάω στο πανεπιστήμιο, να σπουδάσω, όπως σπούδασαν και αυτοί.

Παιδικά χρόνια ανέμελα. Όχι πως δεν υπήρχαν δυσκολίες αλλά οι γονείς μου ήταν νέοι, είχαν έρθει για να σπουδάσουν, είχαν όρεξη να δουλέψουν και να δημιουργήσουν. Βέβαια τα δεδομένα σήμερα είναι άλλα, λίγοι Αφρικανοί έρχονται για σπουδές, οι περισσότεροι είναι οικονομικοί μετανάστες ή πρόσφυγες, οπότε και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν είναι πολύ περισσότερες.

Στο σπίτι μιλάγαμε Yoruba, Αγγλικά και Ελληνικά. Μιλάω και τις τρεις γλώσσες το ίδιο άνετα, οι γονείς μου θεωρούσαν πολύ σημαντικό να ενταχθώ στην ελληνική κοινωνία αλλά ταυτόχρονα να μη χάσω την επαφή με τις ρίζες μου. Έχω κουλτούρα και νοοτροπία ελληνική. Την ίδια στιγμή έχω κρατήσει στοιχεία από την κουλτούρα των γονιών μου. Αυτό με βοηθάει, δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω, με φέρνει σε μια ισορροπία, συναισθηματικά και πνευματικά.

Πολλές φορές οι έννοιες ένταξη και αφομοίωση μπερδεύονται στο μυαλό του περισσότερου κόσμου. Αυτό είναι έκδηλο και στην επίσημη κρατική ρητορική, η οποία μπορεί να μιλάει για ένταξη αλλά στην ουσία εννοεί την αφομοίωση. Για αυτόν το λόγο κιόλας, πολλά παιδιά μεταναστευτικής καταγωγής αφομοιώθηκαν, διότι η πολιτισμική διαφορετικότητα φάνταζε εμπόδιο στην ένταξή τους στον κοινωνικό ιστό.

Στο δημοτικό, και πάντα στα πλαίσια του σχολείου, το χρώμα του δέρματος μου δεν φαινόταν να επηρεάζει την καθημερινότητα μου. Στο Γυμνάσιο, ένιωσα για πρώτη φορά να κλονίζεται η ισορροπία που είχα μέσα μου. Ένα παιδί μεταναστευτικής καταγωγής, για να μπορέσει να γίνει αποδεκτό σε ένα καινούργιο σχολικό περιβάλλον, πολλές φορές αναγκάζεται να «αποδείξει» πρώτα στον εαυτό του και μετά στους συμμαθητές του ότι είναι «ένας από αυτούς». Είχα δύο συμμαθητές που δε μιλούσαν καλά ελληνικά αν και είχαν Έλληνες γονείς, το Χρήστο, ο οποίος είχε γεννηθεί στην Αλβανία, και τον Gus (Κώστας), ο οποίος είχε γεννηθεί στην Αμερική. Και οι δύο ήρθαν στο σχολείο μας στο γυμνάσιο, όταν επέστρεψαν οικογενειακώς στην Ελλάδα. Ο Χρήστος ήταν για όλους ο Αλβανός και κανείς δεν ήθελε να κάνει παρέα μαζί του. Ο Gus όμως ήταν Αμερικάνος και όλοι ήθελαν να είναι φίλοι του. Και οι τρεις μας ήμασταν οι «διαφορετικοί», η διαφορετικότητα όμως του καθενός μας γινόταν αντιληπτή με διαφορετικό τρόπο, είτε ως ανωτερότητα, είτε ως κατωτερότητα.

Μια μέρα με σταμάτησαν στον δρόμο. Μου ζήτησαν τα χαρτιά. Δεν είχα. Όλοι οι φίλοι μου είχαν να δείξουν τις ταυτότητές τους. Εγώ τίποτα. Πήγα σπίτι αναστατωμένος. «Εγώ τι έχω να δείξω όταν μου ζητούν χαρτιά;» ρώτησα τους γονείς μου. Δεν ήξεραν τι να μου απαντήσουν. Το μόνο που μπορούσα να έχω επάνω μου ήταν η ληξιαρχική πράξη γέννησης, από το Μαιευτήριο «Αλεξάνδρα». Αυτή ήταν η ταυτότητά μου.

Στα 18 μου έπρεπε να βγάλω άδεια παραμονής. Χρειαζόμουν άδεια παραμονής για να βρίσκομαι νόμιμα στη χώρα που γεννήθηκα και μεγάλωσα. Ποτέ δεν είχα σκεφτεί ότι θα μπορούσα να ανήκω οπουδήποτε αλλού πέραν της ελληνικής κοινωνίας. Και ως μέλος της κοινωνίας αυτής αντιμετωπιζόμουν τόσο από τους φίλους μου όσο και από τον ευρύτερο κοινωνικό μου περίγυρο. Και αυτή είναι η απάντηση που δίνω σε όλους όσους με ρωτάνε τι νιώθω.

Είναι αναφαίρετο δικαίωμά μου να είμαι πολίτης της χώρας που γεννήθηκα και μεγάλωσα, όπως είναι αναφαίρετο δικαίωμα μου να είμαι και Παναθηναϊκός, και ροκάς, και χορτοφάγος, και ό,τι άλλο εγώ επιλέγω. Όλοι μας έχουμε δικαίωμα στη διαφορετικότητα, γιατί, στην τελική, πόσοι από τα 10.8 εκατομμύρια που κατοικούν στην Ελλάδα σήμερα είναι ίδιοι μεταξύ τους;

Στην Ελλάδα, σήμερα, η διαφορετικότητα – πολιτισμική, θρησκευτική ή φυλετική (τόσο με την έννοια του φύλου όσο και της φυλής) – εκλαμβάνεται από πολλούς ως κατωτερότητα. Και δεν χρειάζεται κάποιος να είναι ακροδεξιός ή ακόμα και δεξιός για να ενστερνίζεται τέτοιες απόψεις. Η καταδίκη της διαφορετικότητας υπάρχει σε όλα τα μήκη και τα εύρη της ελληνικής κοινωνίας συνειδητά, ασυνείδητα και υποσυνείδητα. Αν υπάρχει κάποιος λόγος που λαμβάνουν χώρα όλα αυτά τα περιστατικά ωμής βίας, είναι η απραξία και η ανοχή που δείχνει το Κράτος σε όλα αυτά τα φαινόμενα, κάτι που εκλαμβάνεται ως σιωπηλή συναίνεση από μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι σήμερα, εν έτη 2013, στοχοποιούνται μεικτά ζευγάρια, μεικτές οικογένειες, μεικτές παρέες. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι σήμερα, υπάρχουν παιδιά που τρώνε ξύλο στο σχολείο από τους συμμαθητές τους μόνο και μόνο επειδή είναι διαφορετικοί. Η ελληνική κοινωνία δεν έχει αντιδράσει ακόμα σε αυτά τα φαινόμενα, αλλά πραγματικά, θέλω να πιστεύω ότι δε τα αποδέχεται.

Ο διαφορετικός σήμερα γίνεται στόχος, στη δουλειά του, στο σχολείο, στο δρόμο. Γίνεται ο αποδιοπομπαίος τράγος όλων των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η κοινωνία στην Ελλάδα της Κρίσης. Μιας κρίσης που όπως αποδεικνύεται καθημερινά, δεν είναι μόνο οικονομική.