Πώς η δολοφονία του Παύλου Φύσσα έβγαλε απ’ το λήθαργο μια ολόκληρη κοινωνία

 

Την περασμένη Κυριακή το ιδρυτικό  μέλος του Generation 2.0 for Rights, Equality & Diversity, Νίκος Deji Odubitan, μίλησε για τον ρατσισμό, τον εθνοφυλετισμό και την ακροδεξιά σε μια συζήτηση που συμμετείχαν ο αρχισυντάκτης του περιοδικού Antivirus, Βασίλης Θανόπουλος και η πολιτική επιστήμων, Δέσποινα Παρασκευά-Βελουδογιάννη και συντόνισε η δημοσιογράφος Νιόβη Αναζίκου.

Αμέσως μετά την παράσταση «18/9»*, ένα μονόλογο αφιερωμένο στις μέρες που η εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής είχε γίνει κανονικότητα με αποκορύφωμα τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα από τον χρυσαυγίτη Γιώργο Ρουπακιά, η συζήτηση ξεκίνησε με την αίσθηση που άφησε η ίδια η πρωταγωνίστρια, Δώρα Χρυσικού: την προσδοκία της αφύπνισης όλης της κοινωνίας απέναντι στο μίσος. Από το 2013 μέχρι σήμερα έχουν αλλάξει πολλά, αλλά και όχι. Τώρα τελευταία, επειδή η υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων «ανοίγει» όλο και περισσότερο, το ιδεολογικό μάρκετινγκ της ρητορικής του μίσους βρήκε στην αντι-WOKE στάση μια νέα αφετηρία.

 

 

Πέρα και πάνω από τη θεωρία, από κάθε ανθρωπολογική μελέτη ή δημοσιογραφική έρευνα, το βίωμα της δράσης και της επίδρασης της ακροδεξιάς έχει αφήσει ανεξίτηλα σημάδια.

«Από πολύ νεαρή ηλικία ήξερα πράγματα για τα οποία άλλα παιδιά στην ηλικία μου δεν είχαν ιδέα τι σημαίνουν, όπως «φασίστας», «ακροδεξιός»… Ξέραμε από πού δεν έπρεπε να περνάμε, κρίνοντας από τις ελληνικές σημαίες που ανέμιζαν απ’ έξω. Ως μαύρος που έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στην Πλατεία Αμερικής, έπρεπε εγώ κι οι φίλοι μου να ξέρουμε ποιοι είναι οι φασίστες, πώς τους λένε, ποια είναι τα μαγαζιά τους, τα μέρη που συχνάζουν, τις διευθύνσεις των σπιτιών τους. Κι αυτοί φυσικά ήξεραν εμάς.  Ζούσαμε ανάμεσά τους…» είπε ο Νίκος Deji και εξήγησε πως η άνοδος της ακροδεξιάς και η είσοδος της Χρυσής Αυγής στη Βουλή το 2012 δεν ήταν για εκείνον κάτι ξαφνικό, δεν ήταν έκπληξη, αλλά η φυσική συνέχεια μιας συνθήκης που εξελισσόταν από τότε που θυμάται τον εαυτό του.

Ρατσιστικές επιθέσεις γίνονταν για χρόνια. «Ξέραμε τους θύτες, τα θύματα, αλλά και το γιατί δεν διωκόταν ποτέ κανείς. Το 1999 μπροστά από το σπίτι μου ένας άντρας έβγαλε όπλο και άρχισε να σημαδεύει και να πυροβολεί μαύρους. Ένας Νιγηριανός σωριάστηκε χτυπημένος και έκτοτε καθηλώθηκε σε αναπηρικό αμαξίδιο. Ο εγκληματίας συνελήφθη, θεωρήθηκε ψυχικά διαταραγμένος που απλώς του τη βάρεσε και άρχισε να πυροβολεί όποιον σκουρόχρωμο έβλεπε». Ένα τέτοιο συμβάν σε σημαδεύει, σε διαμορφώνει, δημιουργεί συναισθήματα που δύσκολα περιγράφονται.

Σε γειτονιές του κέντρου, όπως η Κυψέλη, όπου ζούσαν πολλά άτομα αφρικανικής καταγωγής, παρόλο που η μαύρη κοινότητα ήταν ισχυρή και θα έλεγε κανείς, ασφαλής, ο φόβος ήταν πάντα παρόν. Κι αυτός ο φόβος ενισχυόταν από το ότι δεν ήμαστε ισότιμοι πολίτες στη χώρα που γεννηθήκαμε ή/και μεγαλώσαμε. Υπάρχουν πολλά θύματα χρυσαυγιτών που δεν έφτασαν ποτέ στο δικαστήριο είτε υπό τον φόβο απειλών είτε επειδή η εγκληματική οργάνωση εξαγόρασε τη σιωπή τους. Υπήρξαν πολλά θύματα για τα οποία δεν ίδρωσε ιδιαίτερα η κοινή γνώμη, μετανάστες, ομοφυλόφιλοι, Ρομά, σακατεμένοι στο ξύλο ή νεκροί  μέχρι να «ξυπνήσει» απότομα με τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Ξυστά πέρασε η ιδέα πως ήταν ένα οπαδικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών, γιατί για ποιόν άλλο λόγο να μαχαιρώνανε έναν νέο λευκό Έλληνα;

Η κοινωνία αφυπνίστηκε με το θάνατο του Φύσσα. Κάπου εκεί άρχισαν να καταλαβαίνουν ολοένα και περισσότεροι πως το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής δεν είναι διάττων αστήρ. Γαλουχήθηκε και εκκολάφτηκε για χρόνια δίπλα τους, στις πλατείες, στα σχολεία, στο δρόμο και τους αφορά. Τους αφορούσε όταν έπαιρναν την περίοδο της κρίσης για βοήθημα σακούλες με πατάτες από τα χέρια μαυροφορεμένων “ευεργετών” με ξυρισμένα κεφάλια. Τους αφορούσε όταν παρακολουθούσαν συνεντεύξεις “ξέπλυμα” βουλευτών της Χρυσής Αυγής αγκαζέ με τις συζύγους τους να παρουσιάζουν το lifestyle τους σαν κοινοί σελέμπριτις. Μας αφορούσε και μας αφορά όλους. Εμάς, τα παιδιά μας, τους φίλους μας. Η ακροδεξιά δηλητηρίασε μια ολόκληρη κοινωνία και το δηλητήριο αυτό «καίει» ακόμα, παρόλο που τα μεγάλα κεφάλια βρίσκονται στη φυλακή.

Το WOKE κίνημα ξεκίνησε στην Αμερική με σύνθημα την αφύπνιση της μαύρης κοινότητας, τη συσπείρωση και τη μη ανοχή στο ρατσισμό και τη βία. Το κίνημα έδωσε στη συνέχεια φωνή σε κάθε κοινωνική ομάδα που αντιμετωπίζεται ως μη κανονική, μη αποδεκτή, που η θέση της είναι στο περιθώριο. «Το να διεκδικεί κάποιος τα δικαιώματά του δε σημαίνει πως θέλει να κλέψει απ’ τα δικαιώματα των άλλων» τόνισε ο Νίκος Deji. Η κοινωνική δικαιοσύνη, η ισότητα, δεν είναι πίτα με μετρημένα κομμάτια. Είναι δικαίωμα που θα πρέπει να απολαμβάνουν όλα τα άτομα. Το WOKE στη χώρα μας εξαπλώθηκε στις μεγάλες πόλεις και κυρίως στην Αθήνα από την ανάγκη των «μη ισότιμων πολιτών», των παιδιών δεύτερης γενιάς, των μαύρων και των μεταναστών  να διεκδικήσουν την ορατότητα, την κοινωνική ισότητα και κυρίως το δικαίωμα στην ιθαγένεια. Σήμερα το WOKE κίνημα συνεχίζεται με την κρυφή προσδοκία της κοινωνικής αφύπνισης, την προσδοκία να ξεστομίσει σύσσωμη η κοινωνία το «νισάφι πια» και να απορρίψει το μίσος, τη μισαλλοδοξία και τις διακρίσεις. Γιατί αυτά είναι τα ξένα σώματα σε κάθε κοινωνία.

 

 

Φωτογραφίες: Μάριος Λώλος (@marioslolos) – Αλέξανδρος Κατσής

 

 

 

* Το «18/9» είναι ένας μονόλογος αγωνίας και αγώνα.


Στο επίκεντρο βρίσκεται η εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής, η δολοφονία του Παύλου Φύσσα και η εμβληματική δίκη για τη ναζιστική οργάνωση.

Στοιχεία από αληθινές μαρτυρίες και πραγματικά περιστατικά μπλέκονται μέσα από τη μυθοπλασία με το κοινωνικό ψυχογράφημα ενός κοριτσιού που υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας σ’ ένα ακροδεξιό έγκλημα με αποτέλεσμα να αλλάξει η ζωή της και να βρεθεί μπροστά σε αδυσώπητα διλήμματα.

Η ηρωίδα στο «18/9» δεν είναι αήττητη, ατρόμητη, γυαλιστερή ηρωίδα. Είναι διάφανη και εύθραυστη. Μπορούμε να δούμε όλες τις πληγές της. Είναι δικός μας άνθρωπος, γειτόνισσα, φίλη, αδελφή που παλεύει με τους φόβους της, τώρα, λίγες ώρες πριν από την κατάθεσή της στην δίκη για τα εγκλήματα της Χρυσής Αυγής.

Ένας απλός άνθρωπος που γίνεται υποκείμενο της ιστορίας.**

Μια ιδέα της Δώρας Χρυσικού σε κείμενο Μαρίας Λούκα και Κοραή Δαμάτη. Στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, έως τις 3/11/24.

 

** Mέρος των εσόδων θα διατεθούν για την ενίσχυση του  Συλλόγου Πολιτισμού «Παύλος Killah P Φύσσας».