Κρυμμένη στο Πατάρι με τις Βαλίτσες
Της Nataliya R.
Γεννήθηκα το 1987 στο Symi της Ουκρανίας, από μητέρα Ιστορικό-Κοινωνιολόγο και πατέρα εφοριακό. Κάποια χρόνια αργότερα η Σοβιετική Ένωση διασπάστηκε. Όλοι οι ακαδημαϊκοί έχασαν τις θέσεις τους γιατί θεωρήθηκε ότι υπέσκαπταν το νέο καθεστώς. Έτσι, το 1993, η μητέρα μου πήρε εμένα και τον αδελφό μου και έφυγε μακριά από ένα κακοποιητικό οικογενειακό περιβάλλον και ένα κακοποιητικό καθεστώς που την ωθούσε στην ένδεια. Διασχίζοντας τις πόλεις και τις χώρες, διάφοροι ελεγκτές έμπαιναν στο τρένο. Όταν πλησίαζαν στο βαγόνι μας, η μητέρα μου συνήθιζε να με κρύβει στο πατάρι με τις βαλίτσες. Παιχνίδι το λέγαμε και μου άρεσε. Κάπως έτσι φτάσαμε στην Ελλάδα. Πέρασαν τα χρόνια, έμαθα ελληνικά, πήγα σχολείο, έκανα φίλους, ερωτεύτηκα και μίσησα. Ενσωματώθηκα πλήρως, θα έλεγε κανείς, στην ελληνική κοινωνία. Έφτασα σε τέτοιο σημείο που όταν με ρωτούσαν «Από πού είσαι;» απαντούσα «Από την Καλαμάτα» και όλοι ήταν ευχαριστημένοι. Το καλοκαίρι του 2003 κάλεσαν την μητέρα μου να ορκιστεί, καθώς μετά από χρόνια ταλαιπωρίας και μεγάλα χρηματικά ποσά, είχε βγει η ελληνική ιθαγένεια. Τη θυμάμαι να λέει στο τηλέφωνο «Σας ευχαριστώ πολύ αλλά δεν μου χρειάζεται πια γιατί πεθαίνω». Έπειτα από δυο μέρες η μητέρα μου πέθανε και εγώ απέμεινα, μέσα στην οργισμένη εφηβεία μου, μπροστά σε μια στοίβα χαρτιά να αναρωτιέμαι, ανάμεσα σε όλα τα άλλα, τι είναι η visa, η πράσινη κάρτα, τα ένσημα και η θεώρηση εισόδου. Ψάξε ψάξε βρήκα την απάντηση – δεν ήταν παιχνίδι το πατάρι με τις βαλίτσες, απλώς δεν είχα μπει ποτέ επίσημα στη χώρα, ήμουν «λαθρομετανάστης». Το πραγματικό παιχνίδι τώρα ξεκινούσε.
Παράτησα το σχολείο και έπιασα δουλειά. Βρήκα τζιμάνι δικηγόρο και με ό,τι είχα στα χεριά μου, έπρεπε να βγάλω αδεία παραμονής. Ξεκίνησα με ένα νόμο περί οικογενειακής συνένωσης και αποθανόντα κηδεμόνα, το οποίο και παρουσίασα στη δικηγόρο μου, η οποία συμφώνησε ότι μας κάνει. Η αίτησή μου ήταν υπό εξέταση για 2 χρόνια και δεν απαντήθηκε ποτέ. Έψαξα για άλλη οδό. Συμφώνησα με τον εξαφανισμένο Έλληνα πατριό μου να με υιοθετήσει, με τα έξοδα δικά μου – εννοείται. Βρήκα άλλο δικηγόρο. Όλο όριζε δικάσιμους και όλο κάτι του έλειπε και το αναβάλλαμε. Περνούσε ο χρόνος, χρήματα ο δικηγόρος, χρήματα το ινστιτούτο μεταφράσεων, χρήματα και το δικαστήριο (από ότι μου έλεγε ο δικηγόρος). Στην τελευταία ακύρωση της διαδικασίας, πήρα τηλέφωνο στα δικαστήρια και έδωσα τα ονόματά μας, αλλά προφανώς δεν είχε οριστεί ποτέ τίποτα. Η απάντηση του πατριού μου; «Γίνονται και αυτά». Η απάντηση του δικηγόρου; «Και τι θα μου κάνεις;» – προφανώς δεν μπορούσα να του κάνω τίποτα. Με τούτα και με εκείνα ενηλικιώθηκα. Βρήκα άλλο δικηγόρο. Γνωστό, από το φιλικό μου περιβάλλον. Μου έβγαλε την πολυπόθητη μπλε βεβαίωση, ίσχυσε για ένα χρόνο, μεγάλη χαρά. Όταν έληξε πήγα στην περιφέρεια, με υπερχειλίζουσα αυτοπεποίθηση, για να την ανανεώσω.
– Αυτό είναι πλαστό κυρία μου, ή το πετάτε και φεύγετε η καλώ την αστυνομία- έπαθα σοκ
– Και τι θα κάνω;
– Να πάτε στη χωρά σας.
– Μα δεν έχω που να πάω – απολογήθηκα σαν κουτάβι που το μαλώνουν.
– Τότε παντρέψου και κάνε παιδί, εύκολο είναι.
Κάπως έτσι ναυάγησε και αυτό. Έκτοτε βρήκα διαφόρους δικηγόρους. Άλλοι με ρώτησαν αν είμαι διάσημη, άλλοι αν είμαι αθλήτρια, άλλοι μου έταξαν παραθυράκια στο νόμο, όλα με το αζημίωτο φυσικά. Και περνούσαν τα χρόνια.
Πως ζούσα όλα αυτά τα χρόνια; Κρυμμένη στο πατάρι με τις βαλίτσες. Δούλευα από δεκαπέντε χρονών και δεν είχα ούτε ένα ένσημο. Κανένας εργοδότης δεν ήθελε να σπαταλήσει τα λεφτά του για τα ένσημά μου, από την άλλη δεν ήθελαν να έχουν και προβλήματα με το νόμο. Όταν ερχόταν ο έλεγχος, έτρεχα να γράψω το όνομα μου στο βιβλίο προσωπικού, για τις δίκες μου ανάγκες, βέβαια, ούτε λόγος. Συνέχιζα να ζω παράνομη. Πωρωμένοι αστυνομικοί με έδιωχναν από τα νησιά που δούλευα ή άλλοτε μου τη χάριζαν γιατί ήμουν «όμορφη και φαίνομαι καλό κορίτσι». Έμαθα να αποφεύγω τις νάρκες όσο μπορούσα. Δεν έκανα παρέα με ξένους. Δεν πήγαινα στις πορείες. Έμενα μακριά από όλων των ειδών τους ελεγκτές, ακόμα και των λεωφορείων. Μακριά από ενοικιάσεις, συμβόλαια, καταθέσεις τραπεζών, λογαριασμούς στο όνομα μου, και – βασικότερο από όλα – μακριά από τα ταξίδια στο εξωτερικό. Μακριά από τη φυσιολογική ζωή που έκαναν όλοι μου οι φίλοι.
«Είναι απαράδεκτο αυτό που συμβαίνει, κάντε κάτι!» είπε η φίλη μου, δικηγόρος κι αυτή, μια μέρα στο υπουργείο εσωτερικών, όπου με είχε σύρει. Τους έδειξα τη στοίβα με ότι είχα και δεν είχα από χαρτιά. Βρήκαν τυχαία και εκείνη την αρχική μου αίτηση που είχα κάνει στα 16 μου. Δεν προχώρησε γιατί κανείς δεν υπέγραφε, μου είπαν. Η υπάλληλος μας είπε να περιμένουμε στο διάδρομο. Μιάμιση ώρα αργότερα, ενώ η φίλη μου είχε ήδη φύγει, η υπάλληλος με βρήκε στο διάδρομο να κλαίω με λυγμούς. Πήρε το διαβατήριο που κρατούσα στα χέρια, μου κόλλησε κάτι και μου είπε «Καλώς ήρθες στην Ελλάδα». Μόλις είχα λάβει νόμιμη άδεια παραμονής, «Για εξαιρετικούς λογούς». Γύρος παιχνιδιού, δεύτερος.
Άρχισα να την ανανεώνω κάθε χρόνο για λόγους σπουδών, καθώς ήδη φοιτούσα σε κολέγιο. Έπρεπε όμως να δουλεύω κιόλας, αλλά ο νόμος έλεγε να διαλέξεις ένα από τα δυο. Την πρώτη φορά δεχτήκαν και τα δυο, το επόμενο έτος δεν το δεχτήκαν, το μεθεπόμενο δεν ήταν σίγουροι, καθώς οι υπάλληλοι άλλαζαν με απίστευτες ταχύτητες. Παράβολα, ένσημα, αναμονή σε ατέλειωτες ουρές, προσφώνηση πάντα στον ενικό με απαξιωτικό και ενοχλημένο ύφος. Λίστες αναμονής που κρατούσαν από τις τρεις τα μεσάνυχτα, από τύπους που φοβόσουν να πλησιάσεις. Από τύπους που ήθελαν 20ευρα για να γράψεις το όνομα σου στους πρώτους 100, που εντελώς τυχαία ήταν γραμμένοι όλοι με τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα. Δικηγόροι που περνούσαν χωρίς σειρά και ψώνιζαν 50ευρα για να σε περάσουν μαζί τους. Και αφού περίμενα στις ατέλειωτες ουρές για μια ερώτηση, ρωτούσα ταυτόχρονα και τον εαυτό μου «Γιατί τα κάνω όλα αυτά, γιατί ήρθαμε εδώ, γιατί τόση ταλαιπωρία;». Μετά γυρνούσα στους φίλους μου και καταλάβαινα γιατί. Για μια θέση σε αυτήν την κοινωνία, ανάμεσα σε ανθρώπους που αγαπώ.
Εάν δεν γνώριζα τυχαία την Όλγα, αυτή η ιστορία θα έμενε κρυμμένη μαζί μου στο πατάρι, και την ευχαριστώ. Δεν γράφω τα παραπάνω με θύμο η κάποιο φυλετικό μίσος, αλλά με την ελπίδα να προοδεύσει ο τόπος που με μεγάλωσε. Όλα όσα αναφέρω έγιναν από Έλληνες πολίτες, όπως γίνονται και από Ουκρανούς πολίτες προς τους δικούς τους μετανάστες, γιατί «λαμόγια» υπάρχουν σε κάθε έθνος. Δεν παίρνουμε τις δουλειές σας, ούτε βγάζουμε τα χρήματα της χώρας σας έξω από τα σύνορα. Κάποια δημόσια ταμεία έχουν σωθεί αποκλειστικά από τις καταβολές αλλοδαπών. Δεν έχουμε έρθει για να σκοτώσουμε, αλλά για να γίνουμε γιατροί, μάγειρες, καλλιτέχνες, δικηγόροι, ταμίες, χτίστες, οδηγοί, φωτογράφοι, ζαχαροπλάστες, υδραυλικοί, πωλητές η ψυχολόγοι, όπως και εσείς. Έχουμε έρθει ή μας έχουν φέρει για να ζήσουμε. Να ζήσουμε κάτω από τον ίδιο ουρανό που ζούμε όλοι, άσπροι, μαύροι, πράσινοι ή μπλε.