Η «ελληνικότητα» δεν κληρονομείται, ούτε όμως και η μετανάστευση
Το συμβάν της προηγούμενης εβδομάδας με την ερώτηση του Ρήγα Δάρδαλη στον Στιβ Κερ, δε μπορούμε να πούμε πως μας ξάφνιασε ιδιαίτερα. Αν όχι όλοι, οι περισσότεροι τουλάχιστον άνθρωποι μεταναστευτικής καταγωγής στην Ελλάδα -ειδικότερα αυτοί που δεν έχουν αμιγώς ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά- έχουν βρεθεί αντιμέτωποι με την αντίληψη αυτή. Αν το κοιτάξουμε λοιπόν πιο ψύχραιμα, αυτό που έγινε ήταν μια εντελώς ανούσια ερώτηση που απλώς έτυχε να γίνει «on camera».
Για αρχή, ας τονίσουμε πως δεν έχουμε σκοπό να διαβάλλουμε το δημοσιογράφο και να τον στείλουμε στη γκιλοτίνα. Ούτως ή άλλως, όλοι μας έχουμε τουλάχιστον ένα φίλο που έκανε μια αντίστοιχη παρατήρηση χωρίς να το πολύ-σκεφτεί, το συζητήσαμε όμως μαζί του και τον συγχωρέσαμε. Το γεγονός ότι τουλάχιστον όλα τα ΜΜΕ αντιμετώπισαν το περιστατικό ως ρατσιστικό ανακουφίζει εν μέρει, αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί την εξής απορία: Εάν η ερώτηση δε γινόταν για τον Γιάννη που έχει πλέον γίνει το αγαπημένο παιδί των μίντια και ο πιο διάσημος Έλληνας, θα έμπαινε κανείς στον κόπο να τη σχολιάσει; Η εμπειρία μας μάς λέει πως όχι. Τέτοια περιστατικά συνήθως θάβονται κάτω από το χαλάκι. Οι συγκυρίες τώρα όμως μας δίνουν την ευκαιρία να το συζητήσουμε ανοιχτά.
Δεν υπάρχει άνθρωπος που να διαβάζει αυτό το άρθρο και να μην έχει κάνει ποτέ αντίστοιχο λάθος. Σε όποια «μεριά» και αν βρίσκεται. Γιατί μια τέτοια παρατήρηση δε δείχνει απαραίτητα κακή προδιάθεση, δείχνει κυρίως τις αναπαραστάσεις μας. Δείχνει το τι έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε και να ακούμε στην κοινωνία που ζούμε. Γι ‘αυτό κιόλας η ερώτηση προκάλεσε απορία σε όσα άτομα δεν είναι εξοικειωμένα με την ελληνική πραγματικότητα.
Δεν είναι θέμα πολιτικής ορθότητας, πρόκειται για κάτι πιο βαθύ. Δεν έχει σημασία να πιέζεσαι για να μην πεις κάτι. Αν το έχεις μέσα σου, η καταπίεση αυτή μόνο αντίθετα αποτελέσματα μπορεί να έχει. Και σε αυτό ευθύνονται οι φορείς κοινωνικοποίησης που μας μαθαίνουν πως οι «αλλογενείς» δεν είναι συμπολίτες μας, αλλά άνθρωποι που απλώς μένουν στη χώρα μας και, ασχέτως αν είναι καλοί ή κακοί, σημασία έχει πως δεν είναι ίδιοι με εμάς, δεν είμαστε ίσοι, ακόμη κι αν ζουν στην Ελλάδα εδώ και 25, 30 ή ακόμη και 40 χρόνια.
Τώρα εδώ βρίσκεται η ευκαιρία να διερωτηθούμε χωρίς να έχει σημασία τι είμαστε και από πού. Το ζήτημα αυτό δεν αφορά μόνο τη δεύτερη γενιά. Αφορά και την πρώτη και την τρίτη. Και τους πρόσφυγες. Και τους Έλληνες. Όλους. Αναρωτιόμαστε πότε παύει επιτέλους -και πότε ξεκίνησε- η μετανάστευση να είναι κληρονομική. Και τι είναι αυτό που κάνει κάποιον Έλληνα; Πρόκειται για τα εξωτερικά χαρακτηριστικά; Μήπως η παιδεία; Είναι οι αξίες; Ποια είναι τέλος πάντων τα αντικειμενικά κριτήρια για τη μέτρηση «ελληνικότητας» ενός ανθρώπου;
Μέχρι να δημιουργηθεί το «ελληνόμετρο», ας δούμε κατάματα το θεσμικό κομμάτι. Το γεγονός, δηλαδή, ότι το δίκαιο για τη ιθαγένεια βασίζεται στο δίκαιο του αίματος. Και μην ξεχνάμε το πόσο σθεναρά έχει αντισταθεί το κράτος, ειδικότερα στο παρελθόν, στο να δώσει πλήρη πολιτικά δικαιώματα σε άτομα που ήρθαν στη χώρα ως μετανάστες. Διότι οξύμωρο δεν είναι ένας μαύρος Έλληνας, αλλά το να γεννιέσαι ή/και μεγαλώνεις σε μια χώρα, όπου φοιτάς στα πανεπιστήμιά της, νιώθεις κομμάτι της κοινωνίας της, και όμως δεν αναγνωρίζεσαι ως πολίτης της και αναπόσπαστο μέρος της.
Άραγε θα είχε την ανάγκη να εκφράσει αυτό το ερώτημα ο δημοσιογράφος εάν είχε συνηθίσει να βλέπει αφρικανούς δημοσίους υπαλλήλους, αφρικανές δημοτικές συμβούλους και γιατρούς;
Είναι μια καλή άσκηση για όλους μας…