Τώρα σε βλέπω. Τώρα όχι. Η ιστορία του Ντάνιελ απέναντι στο σύστημα

Τώρα σε βλέπω. Τώρα όχι… Κάπως έτσι περιγράφει ο Ντάνιελ το σύστημα της χώρας που τον υποδέχτηκε. Τη μια ορατός, την άλλη αόρατος. Μα πάντα ανίσχυρος απέναντί του. Ένα παιδί μονογονεϊκής οικογένειας που βρέθηκε στην Ελλάδα, που οδηγήθηκε σε ίδρυμα όταν η μητέρα του αρρώστησε και λίγο πριν ενηλικιωθεί «πετάχτηκε» σε έναν κόσμο για τον οποίο δεν τον προετοίμασε κανείς.

 

Ο Ντάνιελ ήρθε στην Ελλάδα από τον Λίβανο με τη μητέρα του το 2009, όταν ήταν περίπου 9 χρονών. Εγκαταστάθηκαν αρχικά στη Θεσσαλονίκη κι έπειτα από μερικούς μήνες ήρθαν στην Αθήνα. Τότε ξεκίνησε η επαφή με την ελληνική γραφειοκρατία, αφού ακόμα και η εγγραφή στο σχολείο δεν ήταν απλή υπόθεση. Ο Ντάνιελ δεν είχε ουσιαστικά ποτέ γονική μέριμνα. Ο πατέρας του, κατά πάσα πιθανότητα Γκανέζος, δεν υπήρχε πουθενά στη ζωή του, ενώ η μητέρα του με καταγωγή από την Νιγηρία, διαγνώστηκε με σοβαρή ψυχική νόσο. Έτσι, στην Ελλάδα πια, βρέθηκε σε ένα ίδρυμα, μην έχοντας χαρτιά, διαβατήριο, παρά μόνο ένα πιστοποιητικό γέννησης από το Λίβανο, με λάθος γραμμένο το όνομά του…

Ο Ντάνιελ αναγκάστηκε να αλλάξει πολλά σχολεία. Τον απέβαλαν αρκετές φορές.  «Είμαι το παιδί που ενοχλεί πάρα πολύ. Που τσακώνεται συνέχεια με τα άλλα παιδιά, που αντιμιλάει», λέει. Από την Κυψέλη στα Εξάρχεια και από τα Εξάρχεια ως τη Βουλιαγμένη, τη Δάφνη ή τον Άλιμο, η σταθερότητα ήταν μια συνθήκη που δε γνώρισε. Δεν μπορούσε να προσαρμοστεί εύκολα στις νέες καταστάσεις, αφού και το έδαφος δεν ήταν πρόσφορο και το γεγονός πως η μητέρα του μπαινόβγαινε σε κλινικές τον έθεσαν εξαρχής σε πολύ μειονεκτική θέση.

Ο ίδιος περιγράφει τα χρόνια στο ίδρυμα ως καλά. Στην αρχή τουλάχιστον. «Ένιωσα κάπως σαν να είμαι σε οικογένεια. Τρώγαμε μαζί, μας έδιναν παπούτσια, μας πήγαιναν βόλτες, ακόμα και κατασκήνωση μας πήγαιναν το καλοκαίρι». Ήταν ορατός, έστω και λίγο. Μέχρι που άλλαξε η διοίκηση και την ανέλαβε ένας παπάς, «σαν να ήθελαν να σβήσουν αυτό το χρώμα και τη χαρά που υπήρχε και από κει και πέρα άρχισαν σιγά σιγά να διώχνουν παιδιά σαν κι εμένα πριν ακόμα τελειώσουμε το σχολείο. Γυρνώντας ένα μεσημέρι στο ίδρυμα μετά το σχολείο, με περίμενε ένας σεκιουριτάς, μου έδωσαν στα χέρια τα πράγματά μου και μου είπαν να φύγω. Τότε έδιωξαν τα μισά σχεδόν παιδιά από 15 έως 17 χρονών, ουσιαστικά χωρίς εξήγηση και κυρίως χωρίς καμία προετοιμασία για τον έξω κόσμο, για το αύριο».

Μην έχοντας τελειώσει το σχολείο, χωρίς καμία καθοδήγηση, χωρίς κανένα υποστηρικτικό πλαίσιο, ο Ντάνιελ βρέθηκε για ακόμα μια φορά να κινείται αόρατος, ψάχνοντας να βρει τη θέση του μέσα στον κόσμο. «Φεύγοντας δεν είχα ιδέα για το πώς θα μου φέρονταν, τι θα αντιμετώπιζα. Τότε είπα ό,τι είναι να γίνει ας γίνει… Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν να είμαι ο εαυτός μου, αλλά και αυτόν δεν τον ήξερα καν. Όσο ήταν καλά η μητέρα μου δούλευε και μπορούσε να με συντηρεί. Επομένως δεν είχα στη αρχή το άγχος για την επιβίωση. Έπειτα ήρθε η κατάθλιψη της μητέρας μου, οι νοσηλείες, οι υποτροπές. Προσπαθούσε να βρει μία χαρούμενη μέρα. Αλλά δε γίνεται αυτό».

Ο Ντάνιελ για το ελληνικό κράτος ήταν αυτό που ορίζεται ως «ανιθαγενής». Κι αυτό σημαίνει αόρατος για κάθε πολιτεία. Δεν αναγνωριζόταν ούτε από το Λίβανο, αφού το γεγονός πως γεννήθηκε εκεί, έστω και με λάθος όνομα στο πιστοποιητικό γέννησης, δεν του έδινε κανένα δικαίωμα, δεν υπήρχε ούτε για τη Νιγηρία, τη χώρα καταγωγής της μητέρας του και φυσικά για την Γκάνα, από όπου κατά πάσα πιθανότητα καταγόταν ο άφαντος πατέρας του. Φτάνοντας στα 18, δεν μπορούσε ούτε να μείνει στη χώρα, αλλά ούτε και να απελαθεί!

«Το κοίταγμα του αστυνόμου είναι κάτι τρομερό. Σαν να ξέρει πως δεν έχεις χαρτιά και σε ξεχωρίζει, σαν να το βλέπει στα μάτια σου. Στο lockdown με σταματούσαν συνεχώς, μέχρι που τα Χριστούγεννα του 2020 με έπιασαν, μου έβαλαν χειροπέδες και με πήγαν στο κρατητήριο, όπου έμεινα για μια εβδομάδα. Μια δύσκολη εβδομάδα ανάμεσα σε περίεργους ανθρώπους, που δεν ήξερα αν θα έβγαινα όπως μπήκα». Οι αστυνομικοί που τον έπιασαν τα έχασαν κι οι ίδιοι με τον παραλογισμό του συστήματος, καθώς είχε φορέσει «χειροπέδες» και σε εκείνους κι είχαν τα χέρια τους δεμένα. Ο Ντάνιελ δεν είχε άδεια διαμονής, παρόλο που τη δικαιούταν, αφού είχε πάει σχολείο στην Ελλάδα, διότι δεν είχε κανένα άλλο έγγραφο, όπως διαβατήριο για να μπορέσει να κάνει αίτηση. Δεν είχε χαρτιά, γιατί η μαμά του, λόγω της ασθένειάς της, δεν ήταν σε θέση να μεριμνήσει ώστε να τα συγκεντρώσει όσο ήταν μικρός. Έτσι, δεν είχε ούτε άδεια διαμονής για να τον αφήσουν ελεύθερο, αλλά ούτε και διαβατήριο για να τον διώξουν απ’ τη χώρα… Εκεί το σύστημα κλείνει τα μάτια, κάνει πως δεν βλέπει και τον διατηρεί στην ανασφάλεια και την αβεβαιότητα.

«Ενώ μεγάλωνα στους αριθμούς, ενώ άρχισα να βλέπω στον καθρέφτη έναν άντρα μπροστά μου, δε μπορούσα να πάρω τη ζωή μου στα χέρια μου. Δεν είχα χαρτιά για 4 χρόνια». Ο Ντάνιελ δούλευε ανασφάλιστος, κρυβόταν, δεχόταν καθημερινούς εκβιασμούς και για καιρό ήταν σε ένα καθεστώς δουλείας. Χωρίς ρεπό, χωρίς περίθαλψη, χωρίς αξιοπρεπή αντιμετώπιση, δέσμιος της ανάγκης για επιβίωση. Της δικής του, αλλά και της μητέρας του. Χρειαζόταν η κινητοποίηση μιας ανθρωπιστικής οργάνωσης προκειμένου να τον βγάλει απ’ το αδιέξοδο και την επισφάλεια. Μία γειτόνισσά του, η Τζέσικα τον έφερε σε επαφή με το Generation 2.0 RED και το Νομικό Τμήμα του οργανισμού ανέλαβε να καταφέρει το αδύνατο: να μαζέψει όλα τα χαρτιά που μπορούσε να συγκεντρώσει, να αντιμετωπίσει τα κωλύματα της διοίκησης, να παρακάμψει τις στρεβλώσεις του συστήματος και να αντιμετωπίσει κατά μέτωπο όχι μόνο τον θεσμικό ρατσισμό, αλλά τον ρατσισμό της ίδιας της νομοθεσίας, η οποία δεν αφήνει κανένα «παράθυρο» για ιδιαίτερες περιπτώσεις, όπως αυτή του Ντάνιελ.

«Ένιωθα σαν το κινητό που το βάζεις στην πρίζα, αλλά έχει χαλάσει το καλώδιο του φορτιστή και δεν κάνει καλή επαφή. Μια φορτίζει, μία όχι. Τη μία ζω όπως οι υπόλοιποι, την άλλη όχι. Έπρεπε να κουνάω διαρκώς το καλώδιο για να προχωρήσω».  Κάπως έτσι περιγράφει τη ζωή του το διάστημα αφότου έφυγε από το ίδρυμα μέχρι να μπορέσει η υπόθεσή του να μπει σε μία τροχιά.

Χρειάστηκαν τρία και πλέον χρόνια αμέτρητων παρεμβάσεων, αιτήσεων, επικοινωνιών με δύσκαμπτες υπηρεσίες Ελλάδας, Λιβάνου, Νιγηρίας και Γκάνας, τρία χρόνια πίεσης και νομικών τεκμηριώσεων προκειμένου να παρακαμφθούν τα πάμπολλα διοικητικά εμπόδια που οδηγούσαν ξανά και ξανά σε αδιέξοδο. Εν τέλει, τον Φεβρουάριο του 2023 η πρεσβεία της Νιγηρίας εξέδωσε στον Ντάνιελ διαβατήριο. Έτσι μπόρεσε να κάνει αίτηση για αυτό που δικαιούταν τόσα χρόνια: άδεια διαμονής δεύτερης γενιάς, την οποία και πήρε λίγους μήνες μετά!

«Ένα πράγμα που άλλαξε μέσα μου όταν πήρε την άδεια δεύτερης γενιάς, ήταν πως πλέον κοιτάζω με διαφορετική διάθεση τους αστυνομικούς. Στην αρχή νόμιζα πως είχαν σταματήσει να κυκλοφορούν στους δρόμους τόσοι ένστολοι όσο παλιά. Έπειτα κατάλαβα πως εγώ δεν τους έβλεπα πια. Κι αν τους δω δεν έχω τον φόβο πως θα συλληφθώ και θα βρεθώ για ακόμα μια φορά με χειροπέδες στα κρατητήρια. Νιώθω πως για το κράτος δεν είμαι πια «επικίνδυνος». Δεν είμαι αόρατος».

Για την Πολιτεία μπορεί ο Ντάνιελ να είναι πλέον ορατός, μα ακόμα και τώρα το καθεστώς των αδειών διαμονής του στερεί πράγματα που δικαιούται. Ενώ είναι διαγνωσμένος με ένα ποσοστό αναπηρίας που του δίνει το δικαίωμα επιδόματος, δεν μπορεί να το αιτηθεί παρά μόνον εάν αλλάξει την άδειά του από «Δεύτερης Γενιάς» σε «Άδεια για ανθρωπιστικούς λόγους». Αν το κάνει θα χάσει το δικαίωμά του στην εργασία και θα μπει σε μια διαδικασία διαρκών ανανεώσεων, αφού η άδεια αυτή έχει ισχύ για ένα χρόνο. Παρόλο δηλαδή, που ο Κώδικας Μετανάστευσης προβλέπει πως πρέπει να παρέχεται ισότιμη πρόσβαση στην κοινωνική προστασία σε κάθε άτομο που τη δικαιούται ανεξάρτητα από το είδος της άδειας διαμονής, στην πράξη αυτό δεν ισχύει. Ο θεσμικός ρατσισμός είναι πάντα παρόν και σχεδόν πάντα είναι το εμπόδιο που δεν ξεπερνιέται.

Για να μπορέσει σήμερα ο Ντάνιελ να έχει άδεια διαμονής, να εργάζεται κανονικά, να έχει όλα τα απαραίτητα, όπως ΑΜΚΑ, ΑΦΜ κλπ. χρειάστηκε μεγάλος αγώνας. Η υπόθεσή του είναι μία από τις πάρα πολλές άλλες που έχει αναλάβει το Generation 2.0 RED όλα αυτά τα χρόνια. Η ιστορία του δείχνει ξεκάθαρα πως όταν ένα παιδί δεν έχει προστασία από τους γονείς του, να τον βοηθήσουν να ισορροπήσει σ’ αυτό το σύστημα «τραμπάλα», θα καταλήξει στην αθέατη πλευρά του. Ο Ντάνιελ την ελληνική ιθαγένεια δεν θα την πάρει ποτέ βέβαια, αλλά αυτό είναι κάτι που αυτή την στιγμή δεν τον απασχολεί. Στα 23 λέει πως «Ακόμα προσπαθώ να καταλάβω ποιος είμαι μόνος μου. Ποιος είμαι στην κοινωνία. Και προσπαθώ να κρατάω το καλώδιο στη φόρτιση».

 

 

 

Το άρθρο δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του έργου Legal empowerment to de-construct structural racism!

Mε την υποστήριξη του European Network Against Racism-ENAR (Empowerment and Resilience Fund).