Και τι θα γίνει με τους Νέους Μεταναστευτικής Καταγωγής;

Της Joan Van Geel


Το 2007 επισκέφθηκα το Βιετνάμ με την πολύ αγαπημένη μου φίλη Tuyet-Bang. Ήμασταν φίλες για πολύ καιρό και έτσι με προσκάλεσε να πάω μαζί της στο ταξίδι που κάνει κάθε χρόνο για να επισκεφθεί την οικογένειά της, η οποία συμπεριελάμβανε τη γιαγιά της και πολλές θείες, θείους και ανίψια. Ήταν μοναδική ευκαιρία να ανακαλύψω το Βιετνάμ στην τόσο οικεία σφαίρα αυτής της φιλόξενης οικογένειας.

Το να βλέπω την Tuyet-Bang να κινείται με τόσο μεγάλη ευκολία σε ένα τελείως διαφορετικό πλαίσιο από τη «δική μας κουλτούρα» – οποιαδήποτε μπορούσε αυτή να είναι -, με έκανε να τη θαυμάζω βαθιά. Αλλά, όσον αφορά και τους άλλους φίλους μου που έχουν ρίζες από αλλού (Ιράν, Μαρόκο, Σουδάν), ένιωθα πάντα κάποιου είδους ζήλια επειδή ήταν δίγλωσσοι και μεγάλωσαν με δυο κουλτούρες. Αναπόφευκτα, αυτή η φυσική επαφή με έναν κόσμο τελείως διαφορετικό από το δικό μας, σε κάνει ικανό να φανταστείς και να σεβαστείς το διαφορετικό με πολύ μεγαλύτερη ευκολία, πίστευα. Επίσης, το να τελειοποιείς μια τόσο διαφορετική γλώσσα όπως τα Αραβικά, τα Περσικά ή τα Βιετναμέζικα, είναι απλώς κάτι που ένας ανθρωπολόγος δεν μπορεί να μη ζηλέψει.

Η ιδανική εικόνα που είχα στο μυαλό μου με έκανε να ζηλεύω: ήμουν πολύ νέα για να έχω μια σφαιρική και κριτική σκέψη απέναντι στις δυσκολίες που υπάρχουν στο να είσαι μετανάστης δεύτερης γενιάς. Ύστερα από πολυάριθμες συζητήσεις με την Tuyet-Bang, όμως, απέκτησα μεγαλύτερη κατανόηση για όλα αυτά τα ζητήματα. Το να έρχεται αντιμέτωπος με πολιτιστικές απαιτήσεις διαφορετικές από αυτές του περιβάλλοντος χώρο σου, οι προβληματισμοί για την ταυτότητά σου και το να αντιμετωπίσεις τις υψηλές προσδοκίες των γονιών σου που ήρθαν εδώ για να σου δώσουν μια καλύτερη ζωή, είναι μόνο λίγα από όλα όσα βρίσκονται στο μυαλό αυτών των ανθρώπων. Το προηγούμενο αίσθημα ζήλιας αντικαταστάθηκε σιγά σιγά από αισθήματα σεβασμού και περηφάνιας.

Στην Ολλανδία, υπάρχουν μετανάστες δεύτερης γενιάς από πολλές διαφορετικές χώρες: Ινδονησία, Καραϊβική, Μαρόκο, Τουρκία, Βιετνάμ και πιο πρόσφατα Ιράν, Αφγανιστάν και Σομαλία. Ακόμη και αν η νομική θέση των γονιών τους μπορεί να ασκήσει κάποια επιρροή, οι περισσότεροι από αυτούς τους μετανάστες δεύτερης γενιάς (οι οποίοι επιπλέον έχουν γεννηθεί εκεί) έχουν επίσημη αναγνώριση του καθεστώτος διαμονής τους. Όλοι οι προαναφερθέντες φίλοι μου έχουν ολλανδικά διαβατήρια και κάποιοι από αυτούς και ένα δεύτερο από τη χώρα καταγωγής τους. Με άλλα λόγια, τα «βασικά νομικά» τους θέματα είναι λίγο πολύ εντάξει. Δεν έχουν περιορισμούς στην ελευθερία μετακίνησής τους, έχουν δυνατότητα ψήφου, σπουδάζουν, έχουν ευκαιρίες εργασίας.

Δυστυχώς και στην Ολλανδία υπάρχει μια έντονη συζήτηση σχετικά με την ένταξη και την «ανεπιθύμητη προκατειλημμένη πίστη» τους, η οποία ανοιχτά και οδυνηρά θέτει ερωτήματα σχετικά με τα δικαιώματά τους και το «βαθμό Ολλανδοποίησής τους». Τουλάχιστον όμως το νομικό τους καθεστώς αναγνωρίζει τα δικαιώματά τους και την ύπαρξή τους, και δημιουργεί έτσι τη δυνατότητα να κινήσουν τη ζωή τους όπως οποιοσδήποτε άλλος νέος στην Ολλανδία. Μπορούν να πάνε στο πανεπιστήμιο, να γίνουν δήμαρχοι, να συμμετάσχουν στις εκλογές και, μέσω αυτών, να ενσωματωθούν στην Ολλανδική κοινωνία όπως όλοι οι υπόλοιποι νέοι. Δεν έχω σκοπό να μειώσω τον κοινωνικό στιγματισμό κάποιων μεταναστών δεύτερης γενιάς εκεί, ούτε να παραμελήσω τις δυσκολίες που μπορεί να υπάρχουν σε προσωπικό ή ψυχολογικό επίπεδο για αυτούς. Εν πάση περιπτώσει, όταν έφτασα στην Αθήνα πριν δυο βδομάδες, συνειδητοποίησα ότι η κατάσταση της δεύτερης γενιάς εδώ είναι ριζικά διαφορετική από αυτήν των φίλων μου στην Ολλανδία.

Η πιο εξόφθαλμη διαφορά είναι το νομικό καθεστώς. Οι διαδικασίες για να πάρεις ιθαγένεια στην Ελλάδα μου φαίνονται απίστευτα περίπλοκες, ανιαρές και επισφαλείς. Δεν το πιστεύω πως όλα έρχονται με ένα «νομικό καθεστώς». Η νομική αποδοχή δεν εγγυάται την κοινωνική ή πολιτιστική αποδοχή. Αλλά αυτό που πιστεύω είναι πως η νομική αποδοχή μπορεί να βοηθήσει και να διευκολύνει μια κανονική ζωή για τη δεύτερη γενιά, κάτι που θα πρέπει να κληρονομείται απευθείας από το γεγονός ότι τα παιδιά αυτά γεννήθηκαν ή / και μεγάλωσαν εδώ. Είναι απίστευτο πόσα πρακτικά εμπόδια πρέπει να ξεπεράσει κάποιος μόνο και μόνο επειδή του αρνείται η χορήγηση χαρτιών. Αν όλα αυτά – το να είσαι μέλος μιας κομματικής παράταξης, μιας σημαντικής ποδοσφαιρικής ομάδας, να ψηφίζεις, να έχεις ευκαιρίες για δουλειά – έρχονται μόνο με την απόκτηση νομικών εγγράφων, τότε γιατί επιτρέπουμε να ορίζεται κάτι τέτοιο από ένα αυθαίρετο και μη αναστρέψιμο γεγονός όπως το «από πού είναι οι γονείς σου;».

Βλέπω αυτήν τη δομική απόρριψη της δεύτερης γενιάς ως ένα από τα πιο σημαντικά λάθη που έχει κάνει η Ελληνική κυβέρνηση: η Ελλάδα χρειάζεται πάση θυσία νέους ανθρώπους που θα τη βοηθήσουν να ξεπεράσει την οικονομική κρίση, αλλά το σημαντικότερο, την ηθική κρίση. Οι νέοι άνθρωποι είναι ανθεκτικοί και δυνατοί. Όλως παραδόξως, ακόμη και η οικονομική κατευθυνόμενη Τρόικα δεν βλέπει την τρομακτικά μεγάλη σπατάλη αυτού του δυναμικού. Δηλώνοντας πως «δεν θέλουμε να παρέμβουμε στις εσωτερικές υποθέσεις», οι Ευρωπαίοι πολιτικοί εύκολα απομακρύνονται από τα προβλήματα. Παρά το γεγονός ότι ποτέ ξανά δεν υπήρξε μια πιο βαθιά παρέμβαση στην ιστορία της ΕΕ, από αυτήν που έγινε κατά τη διάρκεια της πρόσφατης κρίσης στην Ελλάδα, θεωρούν ότι  αποτελεί ένα επαρκές επιχείρημα για να εξηγήσει τη σιωπή τους.

Καθώς το αγόρι μου σπουδάζει νομικά, συνήθως τον επισκεπτόμουν στη Νομική Βιβλιοθήκη, η οποία ήταν πάντα γεμάτη με φανατικούς Αφγανούς και Ιρανούς (περισσότερο γυναίκες) φοιτητές. Τα παιδιά από τη Σομαλία, στα οποία κάνω μάθημα, έχουν ακριβώς τα ίδια όνειρα με κάθε άλλο παιδί της ηλικίας τους. Να γίνουν ποδοσφαιριστές, μπαλαρίνες, δάσκαλοι, πυροσβέστες. Δε βρίσκω κανένα λόγο που θα έπρεπε να τους περιορίσω. Πιστεύω ότι αυτό γίνεται επειδή δεν υπάρχει κανένας. Αυτοί οι νέοι έχουν τη δυνατότητα να εμπλουτίσουν τις κοινωνίες μας, δεν υπάρχει αμφιβολία σε αυτό. Αν μπορούσαμε να συμφωνήσουμε σε μια κοινή ανθρώπινη λογική, από την οποία θα μπορούσαμε να πλησιάσουμε κάθε νέο άτομο της κοινωνίας μας, γίνονται όλα πάρα πολύ απλά: τους δίνουμε τις ίδιες ευκαιρίες που θέλουμε να έχουν και τα δικά μας παιδιά. Αν και κάτι τέτοιο φαντάζει να βρίσκεται πολύ μακριά για την Ελλάδα, είμαι αισιόδοξη: η προοδευτικότητα σπρώχτηκε από νέους στο παρελθόν. Οι παθιασμένοι άνθρωποι που γνώρισα εδώ στην Ελλάδα με πείθουν πως θα καταφέρουν πολλά. Μια μικρή βοήθεια από «ψηλά» θα ήταν πολύτιμη, προφανώς: οι Ευρωπαίοι πολιτικοί θα έπρεπε να αναρωτηθούν τι θέλουν για τα δικά τους τα παιδιά από άποψη ευκαιριών και να ενθαρρυνθούν για να σκεφτούν ένα βήμα πιο μπροστά – τι θα γίνει με τους νέους μεταναστευτικής καταγωγής;