Γιατί δεν Ήμουν Παιδί, Ήμουν Αλλοδαπή  

Της Ganna Milenko


Ένα χτύπημα στην πόρτα της τάξης. Η καθηγήτρια σταματάει την παράδοση του μαθήματος. Όλα τα βλέμματα στραμμένα στην κατεύθυνση της πόρτας που ανοίγει. Ο υποδιευθυντής στήνεται στην είσοδο μ’ ένα χαρτί Α4 στο ένα του χέρι. Ζητά συγνώμη από την καθηγήτρια και παίρνει επίσημο ύφος.

«Οι αλλοδαποί, παρακαλώ, να σηκωθούν και να με ακολουθήσουν», ανακοινώνει με μια δυνατή φωνή, σαν να ήμασταν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.

Σταματάει η ανάσα μου. Τι να κάνω; Τι να κάνω;! Αναρωτιέμαι πανικόβλητη. Κοιτάω μπροστά μου.
Αλλοδαπή – ντούπ!
Αλλοδαπή – ντούπ!
Σαν τύμπανο η καρδιά μου. Όχι εδώ, όχι μπροστά σε όλους. Όχι εδώ, παρακαλώ. Η ανάσα μου έχει χαθεί κάπου ανάμεσα στο στήθος και το λαιμό.

Ένα παιδί σηκώνεται. Ακούγεται το σύρσιμο της καρέκλας του στο δάπεδο. Τον κοιτάζω. Μένω ακίνητη. Όλοι τον κοιτάνε. Κατευθύνεται προς την πόρτα. Περνάει την πρώτη σειρά θρανίων, ύστερα τη δεύτερη. Κάποιοι κάτι ψιθυρίζουν.

Ο υποδιευθυντής κάνει ένα νεύμα στην καθηγήτρια και βγαίνει από την αίθουσα. Το παιδί τον ακολουθεί. Η πόρτα κλείνει. Η πόρτα έκλεισε. Τι να κάνω, τι θα κάνω τώρα;
Η πόρτα – ένα
Η πόρτα – δύο
Η πόρτα – τρία. Περνάνε τα δευτερόλεπτα. Ακούω στο βάθος τη φωνή της καθηγήτριας.
Η πόρτα – πενήντα. Συνεχίζω να μετράω. Το μάθημα συνεχίζεται. Συνέρχομαι. Αντιλαμβάνομαι το φως του ήλιου μέσα στην αίθουσα.

Μαζέψου, μαζέψου με διατάζω. Τελείωσε, δε θα σε ψάξουν άλλο, σε ξέχασαν, με παρηγορώ. Θα πάω στο διάλειμμα στο γραφείο του υποδιευθυντή να τον ρωτήσω τι με ήθελε, δίνω λύση στον εαυτό μου. Κοιτάζω το ρολόι. Σ’ένα τέταρτο θα έχουμε διάλειμμα. Ρυθμίζω την ανάσα μου. Ο κόμπος κατεβαίνει αργά. Όλα καλά, ηρέμησε, σκέφτομαι με κάποια ανακούφιση.

«Ανοίξτε το βιβλίο σας στη σελίδα 84 και διαβάστε την», ανακοινώνει η καθηγήτρια. Ανοίγω το βιβλίο στη σελίδα 84. Διαβάζω. Ανοίγει πάλι η πόρτα. Σηκώνω αργά το κεφάλι μου. Νεύμα στην καθηγήτρια. Στήσιμο στην πόρτα. Η καρδιά μου επιβραδύνει. Όχι, όχι, παρακαλεί.

«Οι αλλοδαποί να με ακολουθήσουν, Γάννα Μιλένκο, έλα μαζί μου», αντηχεί η φωνή του υποδιευθυντή. Η γη ανοίγει, σπάνε τα πλακάκια, το ρήγμα μεγαλώνει. Χάνομαι, πέφτω μέσα στο σκοτάδι του. Τι υπέροχο τέλος θα ήταν αυτό. Τι τυχερή που θα ήμουνα αν με ρουφούσε το σκοτάδι.

Σπρώχνω αργά τη καρέκλα μου προς τα πίσω. Το μάθημα έχει σταματήσει. Όλα τα βλέμματα είναι πάνω μου. Είναι η σειρά μου. Σηκώνομαι αργά με ό,τι δυνάμεις μού έχουν απομείνει. Ο κόμπος έχει φτάσει στο λαιμό και ανεβαίνει. Αναπνέω από το στόμα. Τα αυτιά μου έχουν βουλώσει.
Βήμα πρώτο – ντουπ!
Βήμα δεύτερο – ντουπ!
Βήμα τρίτο – ντούπ!
Το τύμπανο με συνοδεύει.

Κάποιοι γελάνε, κάποιοι ψιθυρίζουν. Η γη δεν κινείται, η γη δεν κινείται. Άσχημα πρόσωπα, άσχημα χαμόγελα. Και εσύ ήθελες να ξεφύγεις, ακούω. Είμαι στη μέση της διαδρομής. Ακόμα λίγο. Κάνε όπως πριν βήμα ένα, βήμα δύο, βήμα τρία…
Βγαίνω από την πόρτα. Κλείνει πίσω μου. Στέκομαι ανέκφραστη, αποδυναμωμένη.

«Γάννα Μιλένκο, είσαι από την Ουκρανία;», με ρωτάει. Κάνω ένα νεύμα με το κεφάλι μου.
«Ωραία, μπορείς να γυρίσεις στη τάξη σου», μου ανακοινώνει.

Μένω ακίνητη, αποσβολωμένη. Δεν καταλαβαίνω ακριβώς τι έγινε. Γυρνάει την πλάτη του και φεύγει. Τον κοιτάζω να απομακρύνεται. Μα αφού το ξέρει ότι είμαι από την Ουκρανία. Είχαμε μιλήσει πολλές φορές στο διάλειμμα για την καταγωγή μου. Και ξέρει και το όνομά μου και γενικώς με ξέρει. Κάνει μάθημα στην τάξη μας εδώ και δύο χρόνια. Δεν μπορούσε απλώς να φωνάξει το όνομά μου χωρίς να με ονομάσει αλλοδαπή μπροστά σ’ όλη την τάξη;

Πιάνω το κρύο χερούλι της πόρτας. Μπαίνω μέσα. Κάποια αγόρια γελάνε κοροϊδευτικά. Κατεβάζω το βλέμμα μου. Κοιτάζω ενοχικά κάτω. Δε θυμάμαι πως φτάνω στη θέση μου. Αίμα στις φλέβες έχει πυκνώσει, έχει στερεοποιηθεί. Αντιλαμβάνομαι τα κρυφά βλέμματα των κοριτσιών στα γύρω θρανία που έτσι κι’ αλλιώς με αποφεύγουν ευγενικά. Νιώθω ένοχη. Είμαι ένοχη που είμαι ουκρανή. Τί κάνω εδώ, κραυγή μέσα μου. Γιατί, γιατί όλα αυτά, συνεχίζει να κραυγάζει. Βουητό στα αυτιά μου. Και αυτή η γη δεν ανοίγει να πέσω, να χαθώ, να κρυφτώ από τα βλέμματά τους.

Το κουδούνι χτύπησε. Συρσίματα καρεκλών, φωνές, γέλιο, βήματα. Λίγα λεπτά ακόμα και σιωπή. Η αίθουσα είναι άδεια. Εχω μείνει μόνη. Ακίνητη. Ιδια στάση, ίδια θέση.
Αλλοδαπή – ντούπ!
Αλλοδαπή – ντούπ!

Μόνο ένας αλλοδαπός, κάποιος που έχει έρθει από αλλού να εγκατασταθεί σ’ αυτό το τόπο, κάποιος που έχει ταπεινωθεί, νιώθει τη λέξη αυτή. Τον κάνουν να τη νιώθει. Αλλοδαπός, με άλλα λόγια περιθωριοποιημένος, κατώτερος, σχεδόν εγκληματίας.

Δεν κατάφερα ποτέ να κάνω φίλους έξι χρόνια στο Γυμνάσιο – Λύκειο Χαλανδρίου, όσο και να το ήθελα. Δώδεκα χρόνια τώρα, μόνο μία φορά γύρισα στο παλιό μου σχολείο για να πάρω βεβαιώσεις για το φάκελο της ελληνικής υπηκοότητας που αφορούσε τα παιδιά που έχουν φοιτήσει έξι χρόνια σε ελληνικό σχολείο.

Δεν την πήρα ποτέ. Μου την αρνήθηκαν γιατί έκλεισα τα 18 μου χρόνια λίγους μήνες πριν αποφοιτήσω. Και το θέμα έκλεισε με την ξεκάθαρη, δυνατή, ελληνική φωνή της γενικής γραμματέας του υπουργείου εσωτερικών:

«Η ελληνική υπηκοότητα δεν είναι κοστούμι, κυρία μου, για να τη φοράτε και μετά να την πετάτε…». Και συνέχισε: «…αν θέλετε τόσο πολύ σας μένει μόνο η επιλογή της πολιτογράφισης εκεί όμως η λίστα είναι ήδη πλήρης για τα επόμενα 4 με 5 χρόνια. Όπως καταλαβαίνετε η αίτησή σας θα εξεταστεί πολύ πιο μετά. Χρειάζονται όλα τα χαρτιά από την αρχή, χίλια ευρώ παράβολο και μετριούνται μέρα μέρα η διαμονή σας στην χώρα μας ώστε να είμαστε σίγουροι ότι κλείνετε τα δέκα χρόνια διαμονής. Τα καλοκαίρια αφαιρούνται εκτός και αν μπορείτε να αποδείξετε ότι ήσασταν εδώ και όχι στη χώρα σας».

Δεν απάντησα τίποτα. Δεν είχα πια δυνάμεις. Έφυγα. Συνέχισα τις σπουδές μου στη Γαλλία: μάστερ, διδακτορικό και ύστερα δουλειά. Πήρα τη γαλλική υπηκοότητα μετά από 5 χρόνια διαμονής και δύο πτυχία στη χώρα, χωρίς να χάσω σταγόνα από την αξιοπρέπειά μου.

Είμαι ο κουβαλητής διαφορετικών γλωσσών, πολιτισμών και αληθειών. Μόνο όταν με σκέφτομαι παιδί βρίσκω άπειρες στιγμές δυστυχίας και ταπείνωσης, γιατί δεν ήμουν παιδί, ήμουν αλλοδαπή. Και θέλω να τις αλλάξω αλλά είναι αργά. Τα χρόνια δεν γυρνάνε πίσω.


* Μαρτυρία στο πλαίσιο του Βιωματικού Σεμιναρίου «Αφήγηση Ζωής».