«Λαθρομετανάστες»… Γεννημένοι στην Ελλάδα (!)
Της Ανδρομάχης Παπαϊωάννου
Το Ελληνικό Φόρουμ Μεταναστών σε συνεργασία με το Συμβούλιο Ένταξης Μεταναστών του Δήμου Αθηναίων και με την υποστήριξη του Ελληνικού Παραρτήματος του Ευρωπαϊκού Αντιρατσιστικού Δικτύου, οργάνωσε την Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012, ημερίδα με τίτλο «Γεφυρώνοντας το κενό. Από τη νόμιμη διαμονή στην ιδιότητα του πολίτη». Στόχος της ημερίδας ήταν η παρουσίαση ενός νέου μοντέλου ένταξης των παιδιών μεταναστευτικής καταγωγής, με άλλα λόγια της 2ης γενιάς. Την κυβέρνηση αντιπροσώπευε ο κύριος Χ. Αθανασίου, αναπληρωτής Υπουργός Εσωτερικών.
Όχι απλά μετανάστες, αλλά… λαθρομετανάστες (!) χαρακτήρισε από παντελή άγνοια επί του θέματος – όπως θα έλεγαν οι πιο καλοπροαίρετοι από τους παρευρισκόμενους – ο κ. Αθανασίου τα παιδιά 2ης γενιάς τα οποία δεν έχουν άδεια παραμονής σε ισχύ. Άγνοια η οποία είναι ανεπίτρεπτη, ειδικά όταν κάποιος κατέχει ένα τέτοιο δημόσιο αξίωμα.
Καταρχάς, δεν νοείται ο αναπληρωτής Υπουργός Εσωτερικών να χρησιμοποιεί τον όρο «λαθρομετανάστης» σε γενικότερο επίπεδο. Ο συγκεκριμένος όρος είναι προσβλητικός και υποτιμητικός όταν αναφέρεται σε ανθρώπους. Λαθραία μπορούν να είναι αντικείμενα, ποτέ όμως άνθρωποι. Οι άνθρωποι ίσως είναι παράτυποι ή χωρίς χαρτιά, ποτέ όμως λαθραίοι. Ο όρος είναι αδόκιμος, πόσο μάλλον όταν μιλάμε για άτομα που έχουν γεννηθεί στη χώρα. Τα παιδιά 2ης γενιάς δεν είναι καν μετανάστες, πόσο μάλλον «λαθρομετανάστες». Δε θα έπρεπε καν, στα 30 τους να κυνηγάνε μια άδεια παραμονής στη χώρα που γεννήθηκαν.
Ακόμα πιο λυπηρό είναι βέβαια το γεγονός ότι ο αναπληρωτής Υπουργός αγνοεί τη διαδικασία, τα γραφειοκρατικά προβλήματα που υπάρχουν, αλλά κυρίως τη διαφορά (τυπική και ουσιαστική) μεταξύ άδειας παραμονής και βεβαίωσης. Πως μπορεί τότε να συμβάλλει αποτελεσματικά στη λύση ενός προβλήματος όταν αγνοεί τόσο το μέγεθος όσο και τη φύση του;
Τα παιδιά 2ης γενιάς αδυνατούν να καταθέσουν τα χαρτιά τους είτε για Ιθαγένεια είτε για Πολιτογράφηση, όχι επειδή δε θέλουν αλλά επειδή η μεγάλη πλειοψηφία τους δεν μπορεί. Για να μπορέσει ένα παιδί 2ης γενιάς να κάνει οποιαδήποτε αίτηση πρέπει να έχει στα χέρια του άδεια παραμονής σε ισχύ. Τη στιγμή που ένα παιδί καταθέτει για να βγάλει άδεια παραμονής, του χορηγείται μια βεβαίωση με την οποία όμως δεν μπορεί να καταθέσει χαρτιά για Ιθαγένεια ή Πολιτογράφηση. Όταν μετά από καιρό βγει η άδεια παραμονής, είναι τις περισσότερες φορές ήδη ληγμένη, πράγμα που σημαίνει ότι όχι μόνο συνεχίζει να μη μπορεί να καταθέσει, αλλά πρέπει και πάλι από την αρχή να κάνει αίτηση για ανανέωση. Με απλά λόγια, μπορεί ο Νόμος να δίνει θεωρητικά τη δυνατότητα στα παιδιά 2ης γενιάς να καταθέσουν τα χαρτιά τους, πρακτικά όμως η γραφειοκρατία τους την στερεί.
Το πώς ένα κράτος αντιλαμβάνεται την έννοια του «ανήκειν» αντικατοπτρίζεται στον τρόπο με τον οποίο χορηγεί την ιθαγένεια. Με το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο είναι εξαιρετικά δύσκολη η απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας από τέκνα αλλοδαπών γονέων ανεξαρτήτως από το που έχουν γεννηθεί (με μια παρένθεση τον Νόμο 3838/2010 ο οποίος όμως κρίθηκε αντισυνταγματικός από το Συμβούλιο της Επικρατείας και εκκρεμεί μόνο η δημοσίευση της απόφασης για την ουσιαστική κατάργηση του). Με άλλα λόγια το ελληνικό κράτος δεν θεωρεί τα παιδιά της 2ης γενιάς Έλληνες, πόσο μάλλον εν δυνάμει πολίτες.
Μιλάμε για περίπου 200.000 παιδιά. Μιλάμε για παιδιά που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα ή που έχουν έρθει σε πολύ μικρή ηλικία. Μιλάμε για παιδιά που ζουν στην Ελλάδα, έχουν τα ελληνικά για μητρική τους γλώσσα, πηγαίνουν σε ελληνικά σχολεία. Μιλάμε για παιδιά που σπουδάζουν και εργάζονται στην Ελλάδα. Ποιος άραγε έχει το δικαίωμα να κρίνει πόσο Έλληνες είναι αυτά τα παιδιά;
Και εδώ βρίσκεται η βασική διαφορά μας. Εμείς μιλάμε για άτομα που θα έπρεπε να είναι ισότιμοι πολίτες και εσείς μιλάτε για μετανάστες και λαθρομετανάστες.