Αναφορά στον ΣτΠ για διάκριση εις βάρος παιδιών και νέων σε αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία
Οι οργανισμοί Generation 2.0 for Rights, Equality & Diversity και το Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού ζήτησαν την παρέμβαση του Συνηγόρου του Πολίτη με σχετική αναφορά, για τη διακριτική μεταχείριση παιδιών και νέων από 6 έως 25 ετών βάσει της υπηκοότητας κατά την είσοδο σε οργανωμένους αρχαιολογικούς χώρους, ιστορικούς τόπους, μνημεία και μουσεία στην Ελλάδα.
Μια ανάρτηση διαμαρτυρίας στα social media επέστησε την προσοχή μας στο θέμα αυτό. Συγκεκριμένα, η διάκριση αφορά στην Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Πολιτισμού και Αθλητισμού και Οικονομικών (με ημερομηνία 27.6.2019 και ΦΕΚ Β’ 2666/1.7.2019) καθώς και την μετέπειτα τροποποίησή της (ημερομηνία 31.10.2019 και ΦΕΚ Β’ 3976/31.10.2019). Σύμφωνα με αυτές τις αποφάσεις, τα παιδιά και οι νέοι ηλικίας 6 έως 25 ετών των εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης χωρών θα καταβάλλουν μειωμένο αντίτιμο για τα μεμονωμένα εισιτήρια, ύψους 50% περίπου του εκάστοτε κανονικού αντιτίμου για την είσοδό τους στους προαναφερθέντες χώρους (άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. α’), ενώ τα παιδιά και οι νέοι ηλικίας έως 25 ετών των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαλλάσσονται πλήρως από την καταβολή αντιτίμου (άρθρο 3 παρ. 2 στοιχ. α’). Και στις δύο περιπτώσεις, η επιβεβαίωση της ηλικίας και της υπηκοότητας θα γίνεται με την επίδειξη του διαβατηρίου (στην πρώτη περίπτωση) και της αστυνομικής τους ταυτότητας ή του διαβατηρίου (στη δεύτερη).
Η πρόβλεψη αυτή αντίκειται στην αρχή της ίσης μεταχείρισης η οποία ισχύει ρητώς για όλους τους ανθρώπους στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα ανεξαρτήτως, μεταξύ άλλων, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής. Συγκεκριμένα, αυτή η περίπτωση, αφορά στην «πρόσβαση στη διάθεση και την παροχή αγαθών και υπηρεσιών που διατίθενται (συναλλακτικά) στο κοινό» (άρθρο 3 παρ. 3 στοιχ. δ’).
Επιπλέον, η συγκεκριμένη πρόβλεψη εναντιώνεται και στις διατάξεις του Κώδικα Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης περί ίσης μεταχείρισης ανήλικων πολιτών τρίτων χωρών (άρθρο 21 παρ. 7 του N.4251/2014). Τέλος, είναι σε πλήρη αντίθεση με την αρχή της ίσης μεταχείρισης και των διακρίσεων όπως προβλέπεται στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού (Ν.2101/1992), συγκεκριμένα στο άρθρο 2 που αφορά στην υποχρέωση των συμβαλλόμενων κρατών να σέβονται χωρίς διακρίσεις τα δικαιωμάτων του παιδιού και με το άρθρο 28 παρ. 1 που προβλέπει «το δικαίωμα του παιδιού στην εκπαίδευση και, ιδιαίτερα, για να επιτευχθεί η άσκηση του δικαιώματος αυτού προοδευτικά και στη βάση της ισότητας των ευκαιριών».
Από τα παραπάνω συνεπάγεται ότι ένας τομέας που θα επηρεαστεί άμεσα από την εφαρμογή της συγκεκριμένης νομοθεσίας είναι η εκπαίδευση. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο των προβλεπόμενων εκπαιδευτικών επισκέψεων στους παραπάνω χώρους, οι μαθητές και μαθήτριες, κατά την είσοδό τους, θα διαχωρίζονται, βάσει της καταγωγή τους και ανάλογα με αυτή θα πληρώνουν ή όχι το αντίτιμο. Οι εκπαιδευτικοί από την άλλη, θα υποχρεώνονται να συμβάλλουν σε αυτή τη διακριτική μεταχείριση των μαθητών καθώς, στην πράξη, προκειμένου να προγραμματίσουν την επίσκεψη, καλούνται να υποβάλουν μια λίστα των μαθητών, επισημαίνοντας την ταυτότητά τους ως πολίτες ή μη των κρατών μελών της ΕΕ. Το γεγονός ότι για την ίδια σχολική επίσκεψη κάποιοι θα πληρώσουν ενώ άλλοι όχι, δημιουργεί ένα κλίμα διάκρισης μεταξύ των ίδιων των μαθητών.
Είναι ξεκάθαρο ότι τέτοιου είδους πολιτικές οδηγούν στην περαιτέρω διάδοση μιας κουλτούρας διακρίσεων. Διότι, όπως γνωρίζουμε πολύ καλά σε μια τέτοιου είδους σχολική εκδρομή τα παιδιά των μη Ευρωπαίων μεταναστών (οι αιτούντες διεθνή προστασία και δικαιούχοι διεθνούς προστασίας απαλλάσσονται) στοχοποιούνται.
Η συγκεκριμένη υπόθεση είναι ένα ξεκάθαρο παράδειγμα θεσμικού ρατσισμού. Όταν δηλαδή οργανισμοί, ιδρύματα ή κυβερνήσεις, μέσω νόμων, διαταγμάτων, κανονισμών, κανόνων και τρόπων λειτουργίας προβαίνουν σε διακρίσεις, είτε άμεσα είτε έμμεσα, κατά ορισμένων ομάδων και ατόμων που οδηγούν στην περιθωριοποίηση και στον αποκλεισμό. Και στην προκειμένη περίπτωση, διαπράττεται για ακόμη μια φορά από τον Έλληνα νομοθέτη.
* Φωτογραφία: Πάρις Ταβιτιάν