HIDE & SEEK: “Δεν έχω εκατό ρούβλια μα έχω εκατό φίλους”

Γράφει η Nataliya R.

Ο δρόμος ενός πρόσφυγα προς την πολιτογράφηση είναι σαν κακοσυντηρημένο ροντέο Λουναπάρκ που τρέχει την Αθηνών –Λαμίας με 200, Καθαρά Δευτέρα απόγευμα. Για κάποιους ο δρόμος αυτός είναι μονόδρομος, για άλλους ποδαρόδρομος, για κάποιους αυτοκινητόδρομος, και για άλλους δεν υπάρχει καν δρόμος, τον σκάβουν οι ίδιοι. Πολλές φορές με την ίδια τους τη ζωή. Στην προκειμένη ο δρόμος του Δρ Σαφίκ θυμίζει ταινία Τζέιμς Μποντ σε τρεμάμενη σκηνοθεσία Τρίερ.


Λήψη πρώτη και τελευταία.

Γεννήθηκε και μεγάλωσε ανάμεσα σε οχτώ αδέρφια στην κοιλάδα Καλάς, στο Βόρειο Πακιστάν. Σε μια θρησκευόμενη, εύπορη οικογένεια δασκάλων.

«Η μητέρα μου έφτιαχνε τα πρωινά μια ζυμαρόπιτα και έπαιρνα στο σχολείο. Θυμάμαι την μοίραζα όλη στους συμμαθητές μου και γύριζα σπίτι πεινασμένος. Από τότε δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί κάποιοι έχουν ενώ άλλοι όχι».

Καθώς μεγάλωνε η απάντηση στην ερώτηση «γιατί;» ήρθε από τα θρησκευτικά βιβλία του εξαδέλφου: «Οι άνθρωποι είναι ή φτωχοί ή  πλούσιοι. Τελεία! Άλλωστε μετά θάνατον θα φτιάξουν όλα». Έλεγε κι άλλα στα βιβλία αυτά: πώς να συμμορφώσετε την γυναίκα σας, πώς πρέπει να λειτουργεί το Ισλαμικό κράτος, τι να φορά ο κόσμος το καλοκαίρι και άλλα πολλά. Ο μικρός Σαφίκ δεν πειθόταν ιδιαίτερα.

Κάποια χρόνια αργότερα στο Πεσαβάρ, στο πανεπιστήμιο πια, θα έπαιρνε διαφορετικές απαντήσεις. Απαντήσεις που θα έρχονταν από βιβλία ενός συμφοιτητή. Εκείνου που χρόνια αργότερα θα αποκαλούσε Μέντορα. Βιβλία του Γκόργκι και του Ντοστογιέφσκι, του Μαρξ και του Ένγκελς βροντοφώναζαν «Είμαστε όλοι ίσοι»! Ο έφηβος πια Σαφίκ πείστηκε περισσότερο.

«Ό κόσμος μου άλλαξε 360 μοίρες. Κατάλαβα πως αν υπάρχει Θεός θα μοιάζει στον Λένιν και θα στηρίζει την ισότητα, το εμείς».

Το 1986 ο πόλεμος στο Αφγανιστάν άρχισε να στέλνει πρόσφυγες στα συνορεύοντα κράτη.

«Η μητέρα μου μαγείρευε και πηγαίναμε φαγητό στο καμπ. Στους ανθρώπους».

Η κρατική προπαγάνδα ξερνούσε από κάθε χαραμάδα. «Άπιστοι Ρώσοι, κομμουνιστές, μολύνουν την θρησκεία μας και διαφθείρουν την νεολαία μας». Οι υποστήριξη των νέων του πανεπιστημίου ήταν εμφανής προς τους αντάρτες που πολεμούσαν το κράτος. Πορείες και διαδηλώσεις στήριζαν τον αγώνα. Νομίζω δεν θέλει κάτι παραπάνω για να θεωρηθείς «επικίνδυνος» για το Ισλάμ. Η λύση του προβλήματος ήταν να αφανιστούν ποικιλοτρόπως τα προοδευτικά μυαλά. Αυτά που ανά τους αιώνες χαλάνε την συνταγή.

«Για να προστατευτούμε περάσαμε τα σύνορα και πήγαμε στην Καμπούλ. Ήμασταν νέοι, ανήσυχοι. Θέλαμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Να τον κάνουμε καλύτερο».

Ήταν καλοκαίρι και περίπου είκοσι άτομα έκαναν περιπολίες στην πόλη όταν άκουσαν τις ρακέτες των μουτζαχεντίν να έρχονται κατά πάνω τους. Ο κόσμος σείστηκε συθέμελα και γκρεμίστηκε με πάταγο στην άβυσσο. Όταν ο Δρ Σαφίκ αναδύθηκε βρισκόταν στη Μόσχα της Ρωσίας. «Συγχαρητήρια, είστε ζωντανός» τον καλωσόριζε πίσω η φωνή του γιατρού. Τι απέγιναν οι άλλοι, δεν ήξερε και δεν θα μάθαινε ποτέ.

Το να μείνει στη Ρωσία ήταν μονόδρομος. Πίσω τον περίμενε μόνο η καταδίκη. Μπροστά τον περίμεναν οι σπουδές στην ιατρική. Διάλεξε το δεύτερο δρόμο. Πήγε στο Ζαπορόζιε, έμαθε ρώσικα και ξεκίνησε. Άλλωστε πάντα ήθελε να γίνει χειρουργός ορθοπεδικός.

«Στο μέρος που μεγάλωσα δεν υπήρχαν γιατροί. Μόνο τσαρλατάνοι που ζητούσαν χρήματα για να σε καθαρίσουν από τις αμαρτίες».

Η αμαρτία άλλωστε ήταν η κοινή διάγνωση για όλες τις ασθένειες, από κατάγματα μέχρι κολίτιδες. Και η μόνη θεραπεία ήταν η μετάνοια με το αζημίωτο βεβαίως βεβαίως.

Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του, η Σοβιετική Ένωση ξηλώθηκε στις ραφές και παίρνοντας αμνηστία γύρισε  πίσω στο Πακιστάν, λαμβάνοντας ταυτόχρονα και το Αφγανικό διαβατήριο. Ο Δρ Σαφίκ είχε αλλάξει και αυτό που θα συναντούσε πίσω  ξεπερνούσε κατά πολύ τα όρια της λογικής του.

Στο νοσοκομείο της περιοχής δεν υπήρχε ορθοπεδικός για εικοσιπέντε εκατομμύρια κατοίκους. Συνεπώς οι σαμάνοι συνέχιζαν την δουλειά τους με γάγγραινες και ακρωτηριασμούς να είναι ένα φυσικό επακόλουθο. Στις συνεντεύξεις για να βρει δουλειά θα τον ρωτούσαν να ερμηνεύσει εδάφια από τις γραφές και όχι αν ξέρει να χειρουργεί. Στο Τζαμί η κάθε του κίνηση θα ελέγχεται. «Συγνώμη που δεν έχουμε βότκα να σας δώσουμε, θα θέλατε νερό;» θα τον ειρωνευτεί κάποιος άλλος. Σαν φώναζε ο μουλάς οι γιατροί βουτηγμένοι ως τον αγκώνα στο αίμα τα παρατούσαν όλα και έτρεχαν στο τζαμί.

-Εσύ γιατρέ γιατί δεν πάς; Τον ρώτησε κάποιος που χαροπάλευε στα χέρια του.

-Για να ζήσεις, του απάντησε ο Δρ Σαφίκ, εύλογα θα έλεγε κανείς.

-Μόνο ο Αλλάχ θα με βοηθήσει και μέχρι να τελειώσει η προσευχή δεν θέλω να σε βλέπω εδώ, άφησε με.

Ο Δρ Σαφίκ συνέχιζε να περιγράφει το μέρος πρώτων βοηθειών σαν εφιάλτη. Εγώ εφιάλτη θα περιέγραφα την ομίχλη στα κεφάλια των ανθρώπων. Έναν εφιάλτη που δεν θα τους αφήσει ποτέ  να ζήσουν ελεύθεροι, μένοντας αιώνια φυλακισμένοι στο ίδιο τους το μυαλό.

Μπορεί να μην υπήρχε υγεία αλλά υπήρχε «παιδεία». Από πεντακόσια θρησκευτικά σχολεία τώρα υπήρχαν ογδόντα πέντε χιλιάδες. Από τη μια τα κανονικά σχολεία δίδασκαν πώς αν ενώσεις Η2 με Ο με την βοήθεια του Αλλάχ θα γίνει νερό κι αν προσθέσεις 2+2 με την βοήθεια του Αλλάχ θα γίνει 4. Από τη άλλη οι τζιχαντιστές προετοίμαζαν τα παιδιά για τον Ιερό Πόλεμο δίνοντας 300.000 ρούπι στις οικογένειες τους. Δεν ήταν πολλά μα ούτε και λίγα, άλλωστε ο τελικός λογαριασμός θα εξοφλούνταν στον παράδεισο «σαν κινήσεις όμως να πας, μην πας μόνος κρίμα είναι, πάρε κι άλλους μαζί».

«Τα μυαλά όπως και τα αλεξίπτωτα δουλεύουν καλύτερα όταν είναι ανοιχτά» έλεγε ο Φρανκ Ζάπα και ο Δρ Σαφίκ αποφάσισε να το εφαρμόσει στην πράξη.

«Έκανα τέσσερις δουλειές, αλλά έτσι μπορούσα να στείλω τα παιδιά της περιοχής σε κανονικό σχολείο. Αγόρια και κορίτσια. Για να μπορέσουν κάποτε να σκεφτούν σαν επιστήμονες, μακριά από την πνευματική φυλακή του Αλλάχ. Μαζί με προοδευτικά μυαλά από όλο το Πακιστάν φτιάξαμε ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα για να βγάλουμε την χώρα μας από το πνευματικό αδιέξοδο».

Τα σχολεία των Τζιχαντιστών άρχισαν να έχουν απώλειες και η επιχείρηση απειλήθηκε. Ξεκίνησαν έρευνες. Οι άθεοι έπρεπε να βγουν από τη μέση.

«Με μετέθεσαν σε εμπόλεμη περιοχή για να με αφανίσουν ως θύμα συμπλοκών. Ξέφυγα σε άλλη περιοχή. Ένα καλοκαιρινό απόγευμα, ενάντια στο Σαρία (νόμος του 6ου αιώνα) που απαγορεύει τα σορτς, καθόμουν στην βεράντα φορώντας σορτς (τον 21ο αιώνα) και ένιωσα να με τσιμπάει ένα κουνούπι. Σκύβοντας για να το διώξω σφαίρες έφυγαν από το δάσος απέναντι και καρφώθηκαν στον τοίχο πίσω μου. Άκουγα τους άδειους κάλυκες να κυλούν στο πάτωμα. Μόλις με είχε σώσει ένα κουνούπι


Ο Δρ ήταν στην Ελλάδα για ένα συνέδριο όταν επικήρυξαν διακόσια άτομα με την θρησκευτική εντολή φάτβα.  Το ράδιο ανακοίνωνε τα ονόματα όσων θα εκτελεστούν αύριο. Ανάμεσα στα ονόματα της λίστας ακούστηκε και το δικό του. Μα εκείνος ήταν μακριά. Έκαψαν το σπίτι του και συνέλαβαν τους δικούς του. Τους βασάνισαν και τους ανέκριναν. Αφέθηκαν με την προϋπόθεση να τον παραδώσουν οι ίδιοι στους Ταλιμπάν.

Οι δημόσιες εκτελέσεις συνεχίζονταν. Σώματα κρέμονταν ανάποδα στην πλατεία για παραδειγματισμό. Όποιος πήγαινε ενάντια στον Ιερό Νόμο, θα είχε την ίδια κατάληξη.

«Όλοι οι προοδευτικοί εκτελέστηκαν. Όλοι είχαν μικρά παιδιά. Δούλευαν και έκοβαν από τις οικογένειές τους για να κάνουν κάτι καλό για αυτόν τον κόσμο. Ήταν Άγιοι, πραγματικοί Άγιοι. Τους χρωστάω ότι είμαι. Το πλήρωσαν τόσο σκληρά. Κάποτε κάποιος πρέπει να γράψει για αυτούς, για να αποδοθεί δικαιοσύνη».

Κοιτιόμασταν σιωπηλοί, κλαίγαμε μαζί. Κλαίγαμε για την αιώνια αναπάντητη ερώτηση «Γιατί; Γιατί ο άνθρωπος στον άνθρωπο;». Οι σκονισμένοι αιώνες θα περάσουν, όλα θα ξεχαστούν και θα αρχίσουν από την αρχή, σε μια αιώνια μάχη ζωής και θανάτου.


Ο Δρ Σαφίκ έμεινε στη Ελλάδα και ζήτησε από την χώρα να τον προστατεύσει με άσυλο. Πηγαίνοντας στην Πέτρου Ράλλη με την βοήθεια διερμηνέα έδωσε την πρώτη του συνέντευξη. Ο διερμηνέας μετέφραζε τις ερωτήσεις με τη σειρά. «Θρησκεία;» τον ρώτησε κάποια στιγμή. «Άθεος» απάντησε ο Δρ και από εκείνη τη στιγμή κάτι στράβωσε. Ο Δρ Σαφίκ δεν θα μάθει ποτέ τι μετέφραζε ο διερμηνέας και αν έπαιξε κάποιο ρόλο στην απορριπτική απόφαση που έλαβε. Δύο χρόνια αργότερα ξαναέκανε την συνέντευξη, στα αγγλικά αυτή τη φορά γιατί ήθελε να μιλάει ο ίδιος στην επιτροπή. Πήρε άσυλο.

«Τώρα εργάζομαι σε ένα ίδρυμα για βετεράνους Δευτέρου παγκοσμίου Πολέμου στο Μπραχάμι, έχω και ένα δωμάτιο και μένω εκεί. Ήμουν στο ιατρείο των Γιατρών του Κόσμου και πήγαινα και στην Κλινική Αθηνών για να είμαι κοντά στο αντικείμενό μου. Όλα εθελοντικά γιατί δεν μπορώ να αναγνωρίσω τα πτυχία μου και να εργαστώ ως χειρούργος ορθοπεδικός».

Μου μιλάει για την αρνητική βαθμολογία του ΔΟΑΤΑΠ. Συμμετέχει σε δράσεις για το προσφυγικό. Μου δείχνει άρθρα που έχει γράψει στα ουρντού, στα φιλανδικά, στα περσικά, στα ρωσικά. Μιλάει επτά γλώσσες. Θέλει να προσφέρει στο κοινό σύνολο μα νιώθει εγκλωβισμένος στη γραφειοκρατία.

«Θα μπορούσα να βοηθήσω σαν σύμβουλος. Εμείς πολεμούσαμε τον  Ισλαμισμό, εσείς πολεμάτε τον Φασισμό. Θα μπορούσαν να γίνουν πράγματα, πιο οργανωμένα, πιο σταθερά, για τον κόσμο, για τα παιδιά».

Η σύζυγος του Δρ Σαφίκ είναι και εκείνη γιατρός. Ταξιδεύει στην Αγγλία, επιμορφώνεται, κάνει εθελοντισμό, αλλά δεν δουλεύει γιατί περιμένει κι εκείνη την αναγνώριση των πτυχίων της. Ένταση, θυμός και απογοήτευση κυριεύουν δύο εξαίρετους επιστήμονες, με τις ελπίδες τους σφηνωμένες όπως όπως ανάμεσα σε χοντρούς  φακέλους στοιβαγμένους στο πάτωμα  κάποιου γραφείο.

«Θα μείνω εδώ, θα το παλέψω εδώ. Έκανα αίτηση για πολιτογράφηση. Έκανα και την συνέντευξη. Είμαι αγχωμένος για το αποτέλεσμα».

Η πρώτη ερώτηση που του έκαναν για την πολιτογράφηση ήταν «Ποιος είπε το, Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή;» «Ο Ρήγας Φεραίος» απάντησε ο Δρ και ο επίτροπος σάστισε. «Τότε πες μας -Τι κάνει η αλεπού στο παζάρι;» συνέχισε ο επίτροπος κι εκεί σάστισε ο Δρ.

«Όσο δύσκολα και να είναι, είμαι ευχαριστημένος από τον τόπο που με φιλοξενεί και όταν τελειώσουν οι τυπικές διαδικασίες θα μπορώ κι εγώ να προσφέρω πίσω. Το σπίτι μου είναι πάντα ανοιχτό και γεμάτο φίλους. Φίλους που γνώρισα στα βαγόνια της Ρωσίας, στα νοσοκομεία στο Πακιστάν, εδώ στην Ελλάδα. Είμαι περήφανος για όσα έχω κάνει και δεν μετανιώνω για το παραμικρό. Κοιτάω μόνο μπροστά».

Η κόλαση και ο παράδεισος είναι περισσότερο οι αποσκευές που κουβαλάς μαζί σου παρά ο προορισμός. Ο Δρ Σάφικ κουβαλάει μαζί του αποσκευές με σοφία. Σοφία απλοϊκή, που ανακατεύει το εσωτερικό σου καζάνι. Για άλλους γίνεται φάρος και για κάποιους θανάσιμος εχθρός. Άλλωστε η ανθρωπότητα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης είναι έτοιμη να απελευθερώσει τον Βαραββά για να μην αντιμετωπίσει την αλήθεια. Έτσι στην ιστορία του Δρ Σαφίκ θεοί και δαίμονες, όλων τον σχημάτων και των χρωμάτων, μάχονται για την κυριαρχία. Κάπου εκεί, ανάμεσα στη δύνη, στέκεται ο Δρ Σαφίκ και λέει σε άπταιστα ρωσικά: Δεν έχω εκατό ρούβλια μα έχω εκατό φίλους.