Παγκόσμια Ημέρα Προσφύγων: Ζωγραφίζοντας μια καινούρια ζωή
Ο Άχμαντ είναι οκτώ χρονών. Έχει καστανά μαλλιά και τα σκούρα μάτια του κοιτούν τριγύρω έκπληκτα. Ο αδελφός του, μόλις λίγα χρόνια μικρότερος, του μοιάζει πολύ, μόνο που είναι λίγο πιο κοντός. Και οι δύο πολύ ήσυχοι, παίζουν μαζί. Η μητέρα τους φοράει ένα ροζ παντελόνι και η μαντήλα της είναι γεμάτη χρώματα. Με τα πράσινα μάτια της κοιτάει την κόρη της, το μικρότερο μέλος της οικογένειας. Δίπλα της, ο άντρας της περιμένει υπομονετικά τη σειρά του.
Όλη η οικογένεια μιλάει μόνο Ντάρι, μία από τις γλώσσες που χρησιμοποιούνται στο Αφγανιστάν. Καταλαβαίνω πως θέλουν να κλείσουν ραντεβού για συνέντευξη μέσω skype, ακόμη και αν δεν έχουμε κοινή γλώσσα για να επικοινωνήσουμε. Η γνώση μου στα Ντάρι φτάνει μόνο στις λίγες λέξεις, αυτές που έμαθα στο πεδίο, οπότε επικοινωνούμε κυρίως με χειρονομίες, εκφράσεις και χαμόγελα. Μερικές φορές η μητέρα με κοιτάει με έναν παράξενο τρόπο: δεν είμαι σίγουρη για το τι σκέφτεται ενώ με παρατηρεί. Μήπως η συμπεριφορά μου φαίνεται παράξενη στα μάτια της; Ή μήπως αυτός είναι ο τρόπος που κοιτάει τον κόσμο; Τα παιδιά ζωγραφίζουν. Κάθε φορά που μιλάω σηκώνουν τα κεφάλια τους γεμάτα περιέργεια, όπως κάνουν όλα τα παιδιά όταν δεν καταλαβαίνουν τι λέει κάποιος. Ο Άχμαντ και ο αδελφός του μιλούν μόνο Ντάρι.
Οι ζωγραφιές των παιδιών έμοιαζαν να αποκαλύπτουν μελλοντικούς μηχανικούς: λεπτομερή καράβια και σπίτια είχαν ζωγραφιστεί στα χαρτιά. Όλες οι γραμμές ήταν ολόισιες. Η τέλεια αρχιτεκτονική στις ζωγραφιές τους ερχόταν σε απόλυτη αντίθεση με τις παιδιάστικες φιγούρες ανθρώπων που ζωγράφιζαν, γεγονός που έκανε τις ζωγραφιές αυτές ακόμη πιο όμορφες.
Δεν μπορώ να καταλάβω για ποιο λόγο αισθανόμουν τόσο συνδεδεμένη με αυτήν την οικογένεια, αλλά πάντα ένιωθα πως υπήρχε κάτι ιδιαίτερο ανάμεσά μας. Καμία γλώσσα επικοινωνίας, διαφορετικές κουλτούρες. Αλλά καταλαβαίναμε ο ένας τον άλλο. Στη σιωπή μας, στις εκφράσεις μας, στα χαμόγελά μας.
Τους συνάντησα τουλάχιστον δυο φορές εκτός γραφείου. Μια στο Ελληνικό, όπου έμεναν σε σκηνές. Μία στο μετρό, ενώ πήγαινα στον Πειραιά να πάρω το πλοίο. Με έκαναν να γελάσω, φωνάζοντάς με «Skype» και λέγοντάς μου «Γεια!».
Ο Άχμαντ είναι εννιά χρονών τώρα. Ο αδελφός του είναι ακόμη λίγο πιο κοντός από αυτόν. Ακόμη και αν μεγάλωσαν, είναι πολύ εύκολο να τους αναγνωρίσεις. Κάθονται στον καναπέ, ζωγραφίζοντας παρέα. Ο Άχμαντ ζωγραφίζει ένα πλοίο: είναι ακόμη πιο τέλειο από αυτό που ζωγράφισε την προηγούμενη χρονιά.
Η μητέρα τους με κοιτάει πάλι με την ίδια παραξενευμένη έκφραση. Θα είναι λογικά η κανονική της ματιά. Πάει περίπου ένας χρόνος από το ραντεβού τους για skype, και είναι πάλι στο γραφείο μας. Αυτήν τη φορά, ο λόγος της επίσκεψής τους είναι επειδή ο πατέρας ψάχνει για δουλειά.
Ο πατέρας τους κάθεται μόλις έρθει η σειρά του. Χαμογελάει. Μιλάει μόνο Ντάρι, αλλά ο διερμηνέας μας απουσιάζει, οπότε δεν μπορεί να επικοινωνήσει μαζί μας. Γίνεται αδύνατο να γράψουμε το βιογραφικό του.
Ο Άχμαντ κάθεται ακόμη στον καναπέ. Όταν ο πατέρας του τον φωνάζει, βάζει στην άκρη τις ζωγραφιές του και πηγαίνει να καθίσει δίπλα του.
«Ο πατέρας μου είναι ξυλουργός», λέει ο Άχμαντ σε τέλεια Ελληνικά. «Δούλευε στο Αφγανιστάν», προσθέτει. Μετά γυρνάει προς τον πατέρα του και τον ρωτάει στα Ντάρι, «Για πόσο καιρό;». Ελληνικά και Ντάρι μπερδεύονται σε μια απίστευτη συνομιλία, όπου ο διερμηνέας είναι ο Άχμαντ, ένα παιδί σχεδόν εννέα ετών. Η επικοινωνία γίνεται εφικτή αποκλειστικά λόγω εκείνου.
Ο Άχμαντ και ο πατέρας του γράφουν το βιογραφικό παρέα. Ολόκληρη η οικογένεια, μαζί, συμμετέχει στη δημιουργία μιας καινούριας ζωής στην Ελλάδα. Δεν είναι εύκολο να το ζωγραφίσει κανείς, αλλά εδώ είναι το μέρος όπου η καινούρια τους ζωή αρχίζει.
Εδώ είναι το παρόν και το μέλλον τους. Εδώ είναι το καινούριο τους ξεκίνημα.