Γιατί δημιουργήσαμε το ΑΣΕΤ
Ο βασικός λόγος θέσπισης του Αντιπροσωπευτικού Συμβουλίου Έρευνας και Τεκμηρίωσης (ΑΣΕΤ) σήμερα είναι το γεγονός ότι οι μετανάστες αλλά και οι Έλληνες μεταναστευτικής καταγωγής, αποτελούν μια παγιωμένη πραγματικότητα της ελληνικής κοινωνίας. Ανατρέχοντας στην ιστορία των μεταναστών στην χώρα, η πλειοψηφία διαμένει στην Ελλάδα νόμιμα πάνω από 13 χρόνια (το 2005 ήταν το έτος κατά το οποίο πραγματοποιήθηκε το τελευταίο ευρύ πρόγραμμα διοικητικής τακτοποίησης παράτυπων μεταναστών). Στον πληθυσμό αυτό τα τελευταία χρόνια προστίθεται ένας διαρκώς αυξανόμενος αριθμός αιτούντων άσυλο και αναγνωρισμένων προσφύγων. Ωστόσο, έχοντας υπόψη ότι βασικοί παράγοντες για την κοινωνική ένταξη θεωρούνται η γνώση της γλώσσας, η πρόσβαση στην εκπαίδευση και τις υπηρεσίες υγείας και η πρόσβαση στην εργασία, είναι φανερό ότι η Ελλάδα δεν ακολούθησε κάποιο συγκεκριμένο πρόγραμμα για την κοινωνική ένταξη των μεταναστών. Παρά τα βήματα που έχουν γίνει για την οργάνωση του συστήματος «αδειοδότησης» των μεταναστών από το 1997 μέχρι σήμερα, παρατηρούνται ακόμα κενά ή προβλήματα, που έχουν σχέση είτε με την οργάνωση των υπηρεσιών, είτε με αστοχίες στον σχεδιασμό και στη θεσμική αντιμετώπιση της πραγματικότητας.
Σήμερα οι προκλήσεις είναι αρκετές και σύνθετες. Οι μετανάστες βιώνουν την οικονομική κρίση στη χώρα, έχοντας να αντιμετωπίσουν τόσο τις ατομικές συνέπειες της ανεργίας, που μπορεί να οδηγήσουν σε απώλεια της άδειας διαμονής τους, και παράλληλα ένα δαιδαλώδες γραφειοκρατικό σύστημα που δημιουργεί προσκόμματα στις διαδικασίες κοινωνικής τους ένταξης. Αξίζει να σημειωθεί ότι η άσκηση πολλών δικαιωμάτων συνδέεται άμεσα με την ύπαρξη μιας ισχυρής και ασφαλούς άδειας διαμονής.
Το μοναδικό μέτρο για την πρόληψη της απώλειας του νόμιμου καθεστώτος («απονομιμοποίησης» μεταναστών), κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, ελήφθη με τον Κώδικα Μετανάστευσης το 2014, όπου μειώθηκαν οι απαιτήσεις σε ημέρες ασφάλισης για την ανανέωση της άδειας διαμονής. Στη συνέχεια υπήρξαν κινήσεις για την εκ των υστέρων διόρθωση προβλημάτων απονομιμοποίησης, με τροποποίηση της νομοθεσίας για τις άδειες για εξαιρετικούς λόγους. Έτσι το 2015 προβλέφθηκε ευέλικτη διαδικασία επαναφοράς στη νομιμότητα (ως διακριτή διαδικασία εντός του συστήματος των εξαιρετικών λόγων) η οποία δυστυχώς καταργήθηκε με πρόσφατο νόμο. Επίσης, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης δεν λήφθηκε καθόλου υπόψη η πιθανότητα της προσωρινής διαμονής των μεταναστών στη χώρα για λόγους επιβίωσης. Έτσι δεν υπήρξε μέριμνα για την αλλαγή της νομοθεσίας όσον αφορά τα επιτρεπόμενα διαστήματα απουσίας των μεταναστών από τη χώρα. Αποτέλεσμα η απώλεια του δικαιώματος ανανέωσης της άδειας διαμονής από μετανάστες που έχουν ζήσει νόμιμα στη χώρα για πολλά χρόνια.
Τέλος, τους επόμενους μήνες η διοίκηση θα κληθεί να αντιμετωπίσει χιλιάδες υποθέσεις ανανέωσης αδειών δεκαετούς διάρκειας, που σύμφωνα με τον Κώδικα Μετανάστευσης θα πρέπει να μετατραπούν είτε σε άδειες επί μακρόν διαμένοντος, είτε να «υποβιβαστούν» σε άδειες εξαρτημένης εργασία, είτε στη χειρότερη περίπτωση να μην ανανεωθούν καθόλου.
Σε συνέχεια όσων θίξαμε πιο πάνω, υπάρχει και μια σειρά ζητημάτων που αφορούν την καθημερινότητα και τη θεσμική προστασία των μεταναστών στη χώρα ιδιαίτερα υπό το πρίσμα της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Σε αυτό το πεδίο παρατηρείται μια σειρά προβλημάτων στους χώρους της εργασίας, της κοινωνικής ασφάλισης, της συναλλαγής με διάφορες δημόσιες υπηρεσίες και φορείς ιδιωτικού δικαίου, στην εκπαίδευση και σε προγράμματα απασχόλησης ανέργων. Σε γενικές γραμμές τα περισσότερα από αυτά αφορούν λανθασμένη εφαρμογή της νομοθεσίας ή φαινόμενα πολυνομίας και έλλειψη κουλτούρας για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης.
Οι Έλληνες μεταναστευτικής καταγωγής επίσης αποτελούν μια πραγματικότητα της ελληνικής κοινωνίας που παγιώνεται. Από το 2010 η χώρα έχει θεσμοθετήσει την πρόσβαση στην ελληνική ιθαγένεια, ενώ από το 2015 έχουν επανέλθει μερικώς οι διατάξεις για την ευκολότερη πρόσβαση της «δεύτερης γενιάς» στην ελληνική ιθαγένεια. Ωστόσο παρατηρούνται και εδώ, προβλήματα στη διοικητική εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας, όπου στην πράξη καταργούνται οι προθεσμίες για την διεκπεραίωση των διαδικασιών που προβλέπονται από το νόμο. Ακόμα κι όταν ολοκληρώνεται η διαδικασία αυτή, οι νέοι Έλληνες πολίτες συνεχίζουν να επηρεάζονται άμεσα από την μεταναστευτική πολιτική σε διάφορες πτυχές τις κοινωνικοπολιτικής τους ζωής.
Απέναντι στις προαναφερόμενες προκλήσεις και έχοντας υπόψη την ελλιπή μεταχείριση των μεταναστευτικών ζητημάτων, η δημιουργία του συμβουλίου σηματοδοτεί την αναγνώριση της ανάγκης μιας συλλογικής προσπάθειας διεκδίκησης ουσιαστικών δικαιωμάτων.