Τι θα ευχόσασταν να γνώριζαν οι εργοδότες για εσάς και τις δυνατότητές σας;

Γράφει η Άννα-Μαρία Βουζουνεράκη, Εργασιακή Σύμβουλος του Generation 2.0 RED


Πολλά νέα παιδιά που ψάχνουν για δουλειά σήμερα, θα ήθελαν να τους τεθεί η αρχική ερώτηση: Τι θα ήθελες να γνώριζαν οι εργοδότες για σένα και τις δυνατότητές σου; Θα είχαν σίγουρα να πουν πολλά για τα θετικά χαρακτηριστικά τους, τις δυνατότητες που έχουν, το θησαυρό που κουβαλάει ο καθένας από αυτούς μέσα του και θέλει να μοιραστεί. Βέβαια, οι νέοι που ψάχνουν δουλειά στην Ελλάδα δεν είναι μόνο Έλληνες. Μπορεί να είναι μετανάστες, πρόσφυγες, άτομα με διαφορετική καταγωγή που προσπαθούν να χτίσουν τη ζωή τους εδώ και να γίνουν κομμάτι της χώρας που τους φιλοξενεί και που ζουν. Πόσο μεγαλύτερη ανάγκη έχουν εκείνοι να ακούσουν αυτήν την ερώτηση, άραγε το σκέφτηκε κανείς; Η απάντηση, ευτυχώς, είναι ναι.

Πέρυσι το καλοκαίρι, μια πολυπληθής και πολυπολιτισμική ομάδα νεαρών προσφύγων και μεταναστών δημιουργήθηκε και εκπαιδεύτηκε για να κάνει μια χαρτογράφηση της ελληνικής αγοράς εργασίας και των ευκαιριών που προσφέρονται στους νέους εν γένει και ειδικότερα στους νέους μεταναστευτικής καταγωγής. Η ιδέα αυτή ξεκίνησε και υλοποιήθηκε από τη Mercy Corps Hellas, στην προσπάθειά της να στηρίξει και να ενδυναμώσει εφήβους και νέους (15-24 ετών) με δεξιότητες, γνώση και πληροφόρηση, έτσι ώστε να μπορέσουν να προσαρμοστούν ομαλά στις συνεχείς αλλαγές και μεταβάσεις της ζωής τους. Εγώ θα μοιραστώ τη δική μου εμπειρία, ως μια από τους εκπαιδευτές και συνοδούς των παιδιών στην προσπάθεια αυτή.

Ένα πολύχρωμο χαρμάνι νέων από το Αφγανιστάν, τη Συρία, το Πακιστάν, τη Νέα Γουινέα, τη Σιέρα Λεόνε, το Καμερούν, την Ακτή Ελεφαντοστού και τη Σομαλία πέρασε μαζί 7 ημέρες εκπαίδευσης και σύνδεσης. Στο πρώτο κομμάτι της εκπαίδευσης, διδάχθηκαν τις αρχές της προσφοράς και της ζήτησης στην αγορά εργασίας, τον τρόπο διεξαγωγής μιας έρευνας και μιας συνέντευξης, αλλά και την καταγραφή ηλεκτρονικών δεδομένων. Οι συμμετέχοντες δέθηκαν μέσω κοινών βιωμάτων, καθώς μοιράστηκαν τις σκέψεις, τις απόψεις και τους προβληματισμούς τους για την απασχόληση μέσα από τις εμπειρίες που είχαν στη χώρα μας. Από την άλλη μεριά εμείς, ως εκπαιδευτές και συνοδοί, μπορέσαμε να δούμε μέσα από τα μάτια τους τόσο τις ανάγκες και τα όνειρά τους για το μέλλον, όσο και τις πολλές αμφισβητήσεις και ματαιώσεις που είχαν βιώσει λόγω της καταγωγής τους.

Η συνέχεια του προγράμματος μας βρήκε στους δρόμους του κέντρου της Αθήνας και του Πειραιά. Οι νέοι χωρίστηκαν σε ομάδες, και μαζί με τους εμάς σαν συνοδούς και πολιτισμικούς διαμεσολαβητές ξεκίνησαν την έρευνα. Βασιζόμενοι σε ένα ερωτηματολόγιο ηλεκτρονικής μορφής, είχαν ως στόχο να βρουν επιχειρήσεις της αρεσκείας τους στην πόλη και να πραγματοποιήσουν συνεντεύξεις με τους ιδιοκτήτες τους. Οι επιχειρήσεις αυτ ήταν μικρομεσαίες και κυρίως μικρές. Οι συνεντεύξεις αφορούσαν στα χαρακτηριστικά της εκάστοτε επιχείρησης, στην άποψη των ιδιοκτητών για τους νέους ως εργαζόμενους, καθώς και στο κατά πόσο είναι ανοιχτοί να προσλάβουν μη Έλληνες υπαλλήλους. Η έρευνα διήρκεσε τρεις μέρες, και τα αποτελέσματα έχουν ενδιαφέρον από πολλές απόψεις.

Από το σύνολο 98 προσπαθειών, μόνο οι 37 αποτέλεσαν ολοκληρωμένες συνεντεύξεις, καθώς σχεδόν το 60%αρνήθηκε να συμμετάσχει. Η άρνηση άλλοτε βασιζόταν στο γεγονός πως τα παιδιά δεν μιλούσαν Ελληνικά, στο ότι ήταν άλλης εθνικότητας αυτοί που ήθελαν να τους κάνουν ερωτήσεις για τη δουλειά τους, είτε σε άλλους λόγους όπως το ότι δεν ήταν παρών το κατάλληλο άτομο για να απαντήσει στα ερωτηματολόγια ή το άτομο αυτό ήταν απασχολημένο.

Από αυτούς που απάντησαν, το 84% θα προσλάμβανε μη Έλληνες, ενώ το 10% δεν θα το έκανε, προβάλλοντας ως εμπόδια το νομικό τους καθεστώς, τις ανεπαρκείς επικοινωνιακές δεξιότητες ή τη μικρή εμπειρία. Πολλοί εργοδότες ανέφεραν ότι προτιμούν τα άτομα αυτά να έχουν από πριν αρκετή ή πολλή εμπειρία και δεξιότητες. Μεγαλύτερο όμως είναι το ποσοστό των εργοδοτών που είπε πως οι νέοι προσφυγικής καταγωγής μπορούν να μάθουν και να αναπτύξουν δεξιότητες στη δουλειά.

Για εκείνους, οι βασικές δεξιότητες ενός υπαλλήλου, ανεξαρτήτως εθνικότητας, είναι πρωτίστως η υπευθυνότητα και η συνέπεια, έπειτα η επικοινωνία και ο επαγγελματισμός. Το 65% των εργοδοτών απάντησε πως οι νέοι είναι διατεθειμένοι να εργαστούν πολλές ώρες, και το 73% πως οι νέοι είναι κινητοποιημένοι σαν εργαζόμενοι. Το 49% περίπου απάντησε πως τους θεωρεί έμπιστους, όμως ένα ποσοστό της τάξεως του 38% φάνηκε να μην είναι σίγουρο γι’ αυτό το χαρακτηριστικό. Τέλος, το 43% δήλωσε πως οι νέοι έχουν επαρκείς γνώσεις και δεξιότητες για την αγορά εργασίας, ενώ το 54% φάνηκε να μην είναι σίγουρο. Οι εργοδότες εμφανίζονται διχασμένοι ως προς το αν οι νέοι έχουν το μορφωτικό επίπεδό που χρειάζεται η αγορά εργασίας (48,6% είπαν ναι και 46% όχι). Επίσης δήλωσαν πως επιθυμούν να προσλαμβάνουν απόφοιτους πανεπιστημιακής εκπαίδευσης ή τουλάχιστον Λυκείου σε ποσοστά 28% έκαστος.

Κι αφού μιλήσαμε με αριθμούς και καταλήξαμε σε λίγο έως πολύ αναμενόμενα αποτελέσματα, ας δούμε και λίγο πέρα από τα στοιχεία. Τι εικόνα διαμορφώνει άραγε ένας έφηβος ή νέος που ήρθε στην Ελλάδα πριν από κάποιους μήνες, και έξι στις δέκα πόρτες που χτυπάει είναι κλειστές; Πως αισθάνεται όταν αντιμετωπίζεται με ρατσισμό και άρνηση μόλις μπαίνει σε μια επιχείρηση, μόνο και μόνο επειδή είναι μαύρος; Κι εγώ η ίδια, ως συνοδός και μεσολαβήτρια, πολλές φορές εισέπραξα περίεργα βλέμματα, απότομες απαντήσεις, τη μία απόρριψη μετά την άλλη. Ένιωσα άσχημα, ντράπηκα. Αν εγώ το εισέπραξα έτσι, πως το εισπράττουν εκείνοι; Όταν ακόμα και οι ίδιοι οι Έλληνες σου λένε πως είναι καλύτερα να φύγεις εκτός Ελλάδας για να βρεις δουλειά γιατί εδώ δεν έχει, πως συνεχίζεις να ψάχνεις;

Σίγουρα υπήρξαν και πολλά θετικά από όλο αυτό, όπως το γεγονός ότι τα παιδιά κινητοποιήθηκαν, έμαθαν να παρουσιάζουν τον εαυτό τους και απέκτησαν αυτοπεποίθηση πως μπορούν να τα καταφέρουν. Έγιναν φίλοι, πήραν πληροφορίες για εκπαιδευτικές διεξόδους, τομείς απασχόλησης και εργασιακά δικαιώματα. Δεν παύει, όμως, να παραμένει ο προβληματισμός για το εργασιακό τους μέλλον εδώ.

Το εργασιακό αύριο των νέων στην Ελλάδα είναι αβέβαιο για όλους ανεξαρτήτως εθνικότητας, χρώματος και φύλου. Αν όμως ήμασταν λίγο πιο ανοιχτοί και κάναμε την ερώτηση που τέθηκε στην αρχή αυτού του άρθρου στους νέους πρόσφυγες και μετανάστες, θα άνοιγε ένας δρόμος και γι’ αυτά τα παιδιά. Η εργασία είναι πανανθρώπινο δικαίωμα, ας μην το ξεχνάμε. Η εμπειρία, η γνώση και η διάθεση για εργασία και μάθηση δεν αλλάζουν με βάση τη χώρα καταγωγής. Οι νέοι άνθρωποι ανέκαθεν ήταν φορείς πρωτότυπων ιδεών, ανοιχτοί στη γνώση, γεμάτοι ενέργεια και όνειρα για το μέλλον. Και έχουν τη δυνατότητα να τα πραγματοποιήσουν ακριβώς επειδή φέρουν όλα τα παραπάνω. Ας τους δοθεί λοιπόν αυτή η ευκαιρία!