Οι παρατηρήσεις του ΑΣΕΤ για την Εθνική Στρατηγική για την Ένταξη
Στις 15 Ιανουαρίου τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση η Εθνική Στρατηγική για την Ένταξη η οποία περιγράφει το σύνολο των προσδοκώμενων πολιτικών της κυβέρνησης προς την ένταξη του προσφυγικού και μεταναστευτικού πληθυσμού στην ελληνική κοινωνία. Δεδομένου ότι η Ελλάδα δεν έχει ακολουθήσει κάποιο συγκεκριμένο πρόγραμμα για την κοινωνική ένταξη του πληθυσμού αυτού που διαμένει στη χώρα χαιρετίζουμε την συγκεκριμένη πρωτοβουλία η οποία έρχεται να αντικαταστήσει εκείνη του 2013. Ωστόσο ως Αντιπροσωπευτικό Συμβούλιο Έρευνας και Τεκμηρίωσης (ΑΣΕΤ) που απαρτίζεται από εκπροσώπους μεταναστευτικών κοινοτήτων που δρουν στην Ελλάδα και εμπειρογνώμονες με πείρα και εξειδίκευση στο μεταναστευτικό χώρο, παραθέτουμε κάποια σχόλια αρχικά ως προς το σύνολο του κειμένου και στη συνέχεια για συγκεκριμένα σημεία.
Οι μετανάστες και οι μετανάστριες που βρίσκονται αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα δεν έχουν όλοι τις ίδιες ανάγκες. Οι καταγεγραμμένοι αυτοί την στιγμή είναι 551.277 πανελλαδικά με βάση τα τελευταία στοιχεία του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής, κατάγονται από τουλάχιστον 150 διαφορετικές χώρες και έχουν έρθει στην Ελλάδα σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Παράλληλα, υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι για τους οποίους δεν υπάρχει κανένα στοιχείο καθώς μένουν παράτυπα στη χώρα. Τέλος, υπάρχουν οι αναγνωρισμένοι δικαιούχοι διεθνούς προστασίας και οι αιτούντες άσυλο, άλλοι παλαιότεροι άλλοι νεοεισερχόμενοι. Είναι σαφές ότι η ποικιλία χαρακτηριστικών θα έπρεπε να οδηγεί και σε ένα σκεπτικό προσαρμογής των πολιτικών με βάση τις ξεχωριστές ανάγκες που έχουν τα διαφορετικά προφίλ. Αυτή η προσαρμογή δε, θα ήταν ακόμη πιο εύστοχη εάν συμπεριελάμβανε οριζόντια τους πιο ενδυναμωμένους πληθυσμούς (λ.χ. κοινότητες, δεύτερη γενιά) ως ενεργούς φορείς και μηχανισμούς που συμμετέχουν στην ένταξη των λιγότερο ενδυναμωμένων.
Τελευταίο σκαλοπάτι για μεγάλο ποσοστό από τους ανωτέρω θα είναι η απόκτηση ελληνικής ιθαγένειας. Η πρόσβαση στην ιθαγένεια θα έπρεπε να αποτελεί το επιστέγασμα μιας πολιτικής ένταξης. Ο διαχωρισμός της διεύθυνσης ιθαγένειας από αυτή της μεταναστευτικής πολιτικής αντικατοπτρίζεται στο κείμενο καθώς δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στο πώς οι πολιτικές που περιγράφονται, αποτελούν βήματα προς την επιτέλεση αυτού του στόχου από όσους το επιλέξουν. Παράλληλα, το Υπουργείο Εσωτερικών ανακοινώνει νομοθετικές αλλαγές οι οποίες θα κάνουν ακόμη πιο διαφανή αλλά και πιο απαιτητική τη διαδικασία πολιτογράφησης, ειδικότερα όσον αφορά την απόδειξη πλήρωσης των ουσιαστικών προϋποθέσεων. Μια τέτοια μεταρρύθμιση προϋποθέτει στην ουσία την ύπαρξη δομών εκμάθησης ελληνικών και ιστορίας. Συνεπώς, η στρατηγική ένταξης χρειάζεται να συμπεριλάβει ρητά προβλέψεις για την ανταπόκριση στις ανάγκες των ατόμων που θα επιθυμήσουν να γίνουν πολίτες της Ελλάδας.
Οι ανωτέρω ελλείψεις καταδεικνύουν την ανάγκη προσέγγισης της στρατηγικής ένταξης ως ενός εργαλείου με ξεκάθαρη στόχευση την πλήρη πολιτική και κοινωνική ένταξη των μεταναστριών και των μεταναστών. Η συμπερίληψη στην αρχική διαδικασία σχεδιασμού αυτής της στρατηγικής των φορέων (κοινότητες, ΚτΠ) που εμπλέκονται καθημερινά με πραγματικούς όρους στην ένταξη είναι απαραίτητη. Έτσι επιτυγχάνεται μια στρατηγική που μέσω αμφίδρομων κοινωνικών διαδικασιών αναπτύσσει την κοινή ταυτότητα και αλληλεγγύη, ενδυναμώνει την κοινωνία στο σύνολο της, σε αντίθεση με την παράθεση μονομερών διάσπαρτων προγραμμάτων διαχείρισης.
Στη συνέχεια ακολουθούν παρατηρήσεις για συγκεκριμένα σημεία του κειμένου:
Κεφ. 3.4 – Στρατηγικοί και τακτικοί στόχοι της Εθνικής Στρατηγικής για την Ένταξη
Στο σημείο: «η διευκόλυνση της επιστροφής στη νομιμότητα των μεταναστών και των μεταναστριών, οι οποίοι λόγω της οικονομικής κρίσης αδυνατούν να διατηρήσουν το καθεστώς νόμιμης διαμονής, με απώτερο σκοπό την ολοκλήρωση της ένταξής τους στη Χώρα» αρχικά θα προσθέταμε «καθώς και διευκόλυνση πρόσβασης στη νομιμότητα του ολοένα αυξανόμενου αριθμού αιτούντων άσυλο που λαμβάνουν απορριπτική απόφαση στο αίτημα ασύλου τους σε β’ βαθμό, και άρα εκπίπτουν στο καθεστώς του «αλλοδαπού χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα». Πέραν αυτού, χρειάζονται περισσότερες διευκρινίσεις αναφορικά με την διαδικασία επαναφοράς στην νομιμότητα των μεταναστών, διότι παρατηρούνται αρκετά προβλήματα με το πλαίσιο που υπάρχει τώρα (εξαιρετικοί λόγοι). Αφού λοιπόν συντελεστεί η επαναφορά στη νομιμότητα, ακολουθεί η στρατηγική προώθησης της πρόσβασης στην πανευρωπαϊκά συνδεδεμένη με την ένταξη, άδεια διαμονής επί μακρόν διαμένοντος. Σε υπόμνημα που έχουμε ήδη υποβάλλει στο Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής αναφέρουμε συγκεκριμένα μέτρα όπως για παράδειγμα:
α) Τη διεξαγωγή πανελλαδικής εκστρατείας ενημέρωσης μέσω των αποκεντρωμένων διοικήσεων και οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών για τα πλεονεκτήματα του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος
β) Την επαναθεσμοθέτηση για δύο έτη των μεταβατικών διατάξεων του Κώδικα Μετανάστευσης που προέβλεπαν μείωση του απαιτούμενου οικογενειακού εισοδήματος για την απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος
γ) Τη διασύνδεση του πληροφοριακού συστήματος της Μετανάστευσης με το Taxisnet, ώστε η διοίκηση να γνωρίζει αυτομάτως, αν συντρέχουν οι σχετικές εισοδηματικές προϋποθέσεις και να κινεί τη διαδικασία ενημέρωσης του δικαιούχου πολίτη τρίτης χώρας.
Αναφορικά με τα προβλεπόμενα προγράμματα γλωσσομάθειας παρατηρούμε έλλειψη προοπτικής για την συνέχιση της γλωσσομάθειας και μετά τη λήξη του συγκεκριμένου προγράμματος. Αναρωτιόμαστε επίσης, εάν προβλέπεται η δυνατότητα οικονομικής ενίσχυσης στα άτομα που παρακολουθούν τα μαθήματα ελληνικών. Επιπλέον, εφόσον σε κάποια επαγγέλματα (π.χ. αποκλειστικές νοσοκόμες) η γλωσσομάθεια συνδέεται με την απόκτηση της άδεια άσκησης επαγγέλματος θα πρέπει να διασφαλιστεί η διαχείριση της δράσης με τρόπο που να διευκολύνει τη πρόσβαση και στη συγκεκριμένη ομάδα ατόμων. Τέλος, δεν γίνεται αναφορά για την ανάγκη διδασκαλίας της μητρικής γλώσσας των μεταναστών/προσφύγων που ήδη προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία.
Άξονας Πολιτικής 4 – Προώθηση της ένταξης στην αγορά εργασίας
Παρατηρούμε ότι οι πολιτικές ένταξης σχετικά με την πρόσβαση στην αγορά εργασίας φαίνεται να απευθύνονται κυρίως σε νεοεισερχόμενους πληθυσμούς χωρίς μέριμνα για τους παλαιότερους. Παράλληλα, δεν αναφέρονται τα εργασιακά δικαιώματα των πληθυσμών αυτών. Ειδικότερα δεν προβλέπεται η πρόληψη/προστασία και παρέμβαση αναφορικά με τη συστηματική καταπάτηση των εργασιακών τους δικαιωμάτων (όπως συμβαίνει λ.χ. στον αγροτικό τομέα, στην καθαριότητα και την οικιακή εργασία, στο νοσηλευτικό προσωπικό κτλ). Αντιθέτως με την πρόταση «Μια από τις βασικές προϋποθέσεις για την ομαλή ένταξη στην αγορά εργασίας των ατόμων που εισέρχονται στη χώρα νόμιμα είναι η απασχόληση τους σε θέσεις εργασίας που δεν καλύπτονται σε απόλυτο βαθμό από το εγχώριο εργατικό δυναμικό» εδραιώνεται η ύπαρξη δύο «παράλληλων» καθεστώτων εργασίας, ενώ θα έπρεπε να προτείνεται θεραπεία. Μια θεραπεία ωστόσο, που να αναφέρει ρητά τους λοιπούς φορείς που θα εμπλέκονται όπως το Υπουργείο Εργασίας και ο ΕΦΚΑ.
Άξονας Πολιτικής 5 – Διαπολιτισμικότητα
Σε σχέση με όλες τις αναφορές στην ενίσχυση του θεσμικού ρόλου των διαπολιτισμικών μεσολαβητών, η περιγραφή του ρόλου του διαμεσολαβητή δεν είναι σαφής. Επίσης, υπάρχει πρόβλεψη ειδικών περιπτώσεων καθώς και αλλαγή της νομοθεσίας για διορισμό/πρόσληψη πολιτών τρίτων χωρών σε υπηρεσίες του δημοσίου (ως διαμεσολαβητές, εκπαιδευτικοί μητρικής γλώσσας κλπ.);
Άξονας Πολιτικής 6 – Συμμετοχή στα Κοινά
Σχετικά με την προβλεπόμενη «παροχή τεχνικής υποστήριξης στους συλλόγους μεταναστών, διευκόλυνση της δικτύωσης, της ανταλλαγής καλών πρακτικών κλπ», μια βασική ανάγκη στην οποία δεν αναφέρεται το κείμενο είναι η υλικοτεχνική υποστήριξη και συγκεκριμένα η παραχώρηση χώρου, το οποίο αποτελεί και πάγιο αίτημα των μεταναστευτικών κοινοτήτων και συλλόγων.
Η πρόσφατα ψηφισμένη αλλαγή της νομοθεσίας για τα ΣΕΜ αποκλείει τη δυνατότητα λειτουργίας τους σε μεσαίους και μικρούς ΟΤΑ ενώ την πλειοψηφία την έχουν πλέον τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου.
Άξονας Πολιτικής 8 – Στοχευμένες πολιτικές για ευάλωτες κοινωνικές ομάδες
Διαπιστώνουμε ότι δεν υπάρχει καμία αναφορά για άτομα ΛΟΑΤΚΙ+.
Μέτρο Πολιτικής 8.3: Διευκόλυνση της ένταξης των ατόμων με αναπηρία (ΑμεΑ)
Δεν γίνεται αναφορά στη διασφάλιση της παροχής βοηθημάτων – επιδομάτων από την πολιτεία σε πάσχοντες από βαριά νοσήματα πολίτες τρίτων χωρών. Ως γνωστόν και με βάση τις προϋποθέσεις του Οργανισμού Προνοιακών Επιδομάτων και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΟΠΕΚΑ), επίδομα αναπηρίας δικαιούνται μόνο οι μετανάστες, που έχουν άδεια διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους. Πρέπει να αλλάξει η πρόσφατα ψηφισμένη νομοθεσία που επιβάλλει στα ΑμεΑ πολίτες τρίτων χωρών να επιλέξουν μεταξύ της ένταξης μέσω της εργασίας και των κρατικών επιδομάτων.
Μέτρο Πολιτικής 8.4: Διευκόλυνση της ένταξης των ατόμων τρίτης ηλικίας
Στη διευκόλυνση ένταξης των ατόμων τρίτης ηλικίας δεν υπάρχει αναφορά στη διασφάλιση συνταξιοδότησης με ίσους όρους. Σύμφωνα με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο (ν.4387/2016) οι μετανάστριες και οι μετανάστες καθώς και οι πολιτογραφημένοι Έλληνες πολίτες λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη ακόμα και αν έχουν συμπληρώσει τα απαιτούμενα ένσημα. Αυτό συμβαίνει επειδή το σύστημα απαιτεί από αυτούς να αποδείξουν 40ετή διαμονή στην Ελλάδα μέσω των προηγούμενων ετών νόμιμης διαμονής. Κάτι τέτοιο σαφώς δεν είναι εφικτό, καθώς η μηχανογράφηση των αδειών ξεκίνησε το 1998. Συνεπώς, η προϋπόθεση αυτή οδηγεί νομοτελειακά στην άνιση μεταχείριση βάσει καταγωγής μεταξύ συνταξιούχων που έχουν καταβάλει ίσες εισφορές στο ασφαλιστικό σύστημα.
Κεφ. 4.1 – Χρηματοδοτικά Εργαλεία
Αξίζει να παρατηρηθεί ότι οι δράσεις που περιγράφονται στο Εθνικό σχέδιο στρατηγικής για την ένταξη, δεν περιλαμβάνουν χρονικό πλαίσιο υλοποίησης, δείκτες μέτρησης του παραγόμενου αποτελέσματος και κυρίως το χρηματοδοτικό εργαλείο βάσει του οποίου θα υλοποιηθούν. Η αναφορά «ενδεικτική χρηματοδότηση» δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελέσει εχέγγυο για την υλοποίηση των προτεινόμενων δράσεων πολύ περισσότερο δε καθώς περιορίζεται στην αναφορά της έκτακτης χρηματοδότησης κάτω από το Ταμείου Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης (ΤΑΜΕ) η οποία τείνει να ολοκληρωθεί, το Πολυετές πρόγραμμα του ΤΑΜΕ που παρουσιάζει πολύ μικρή απορρόφηση και δεν έχει δεσμεύσεις για όλες τις δράσεις που περιγράφονται και τα διαρθρωτικά Ταμεία που αποτελούν «βαριά» ως προς την υλοποίηση ταμεία και άρα αδυνατούν να καλύψουν αυτές τις ανάγκες. Η πιθανή χρηματοδότηση των δράσεων αυτών σε επόμενο Πολυετές πρόγραμμα θα σήμαινε καθυστέρηση υλοποίησης τους ή ακόμα χειρότερα παύση των ήδη ενεργών δράσεων. Η μη ύπαρξη χρονικού πλαισίου καθιστά προβληματική τη στρατηγική ένταξης καθώς η έννοια της στρατηγικής ανάπτυξης είναι ο σχεδιασμός και προγραμματισμός (χρονικός και πραγματικός) και η αδιάλειπτη αλληλουχία των δράσεων που θα διευκολύνουν την ενταξιακή πολιτική. Διάσπαρτες δράσεις χωρίς πλάνο υλοποίησης και χωρίς ξεκάθαρη χρηματοδότηση καθιστούν μη υλοποιήσιμο τον στρατηγικό σχεδιασμό.