Θέατρο Σαμαρά: Ιθαγένεια Υπό Προϋποθέσεις | Μια Κριτική Στάση

Της Joan van Geel


Τον προηγούμενο Ιούνιο, ο Σαμαράς περήφανα επέδειξε τη γενναιοδωρία του. Αν και ο Γιάννης Αντετοκούνμπο είχε ήδη πάρει την Ελληνική ιθαγένεια πίσω από τα φώτα της δημοσιότητας, ο Σαμαράς άρπαξε την ευκαιρία για ένα πολύ γνωστό πολιτικό τρικ. Περιτριγυρισμένος από κάμερες, προσποιήθηκε πως έδωσε εκείνη την ώρα μέσα από τα ίδια του τα χέρια την πολυπόθητη ελληνική ιθαγένεια στο Γιάννη. Ταυτόχρονα, του έδωσε πολλάκις συγχαρητήρια για τις εκπληκτικές επιδόσεις του στο μπάσκετ, ένα άθλημα πολύ γνωστό στην Ελλάδα. Ο Σαμαράς τόνισε πόσο περήφανοι πρέπει να αισθάνονται οι Έλληνες που έχουν αυτόν τον νέο πολίτη ανάμεσά τους και πως άλλοι αιτούντες ελληνικής ιθαγένειας θα πρέπει να πάρουν για παράδειγμα την εξαιρετική συμπεριφορά του Γιάννη. Με ένα ορθόδοξο εικόνισμα ο Γιάννης μπορούσε πλέον να αποχωρήσει από το Μέγαρο Μαξίμου. Δεν υπάρχει κάτι άλλο να κάνουμε, παρά να αισθανόμαστε χαρά για το Γιάννη, ο οποίος τώρα είναι ελεύθερος να κυνηγήσει τις φιλοδοξίες του και τα όνειρά του. Ή μήπως υπάρχει; Νομίζω πως πρέπει να πάμε πολύ πιο μακριά από το αισθανόμαστε μονάχα χαρά για το Γιάννη και ευγνωμοσύνη για το Σαμαρά. Πέρα από το ότι πρέπει να αναγνωρίσουμε την ψευτιά πίσω από αυτήν την πράξη, πρέπει να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι παίζει πίσω από όλο αυτό το σκηνικό. Δεν πρέπει να παραλείψουμε να κριτικάρουμε αυτήν τη θεατρική παράσταση, αντιθέτως πρέπει να προσπαθήσουμε να αντιληφθούμε τις υποβόσκουσες αντιθέσεις του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας στην προσέγγιση της ιθαγένειας, οι οποίες αποκαλύφθηκαν από αυτό το γελοίο μιντιακό τσίρκο.

Ένα αναδυόμενο ταλέντο

Πριν προχωρήσω βαθύτερα στη συζήτηση, επιτρέψτε μου να ξεκαθαρίσω το εξής: ο Γιάννης αξίζει όντως το ελληνικό διαβατήριο, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία σχετικά με αυτό. Επιπλέον, είμαι απίστευτα χαρούμενη που τα όνειρά του τώρα μπορούν να πραγματοποιηθούν και οι γονείς του να είναι πολύ περήφανοι. Ο στόχος μου δεν είναι να θέσω υπό αμφισβήτηση οτιδήποτε έχει να κάνει με την πρόσφατή του απόκτηση ιθαγένειας. Ο στόχος μου είναι να σας προκαλέσω να αναλογιστείτε την προβληματική και παράδοξη παράσταση του Σαμαρά, την έμφαση που έδωσε στην εξαιρετική συμπεριφορά και τις εκπληκτικές αθλητικές επιδόσεις του Γιάννη, βάση των οποίων, σύμφωνα με τον Σαμαρά, «άξιζε» την ιθαγένεια. Το πρόβλημα βρίσκεται ακριβώς σε αυτή τη συσχέτιση. Υποθέτει δηλαδή πως η ιθαγένεια είναι προσβάσιμη μόνο σε αυτούς που έχουν κάποιο ταλέντο. Αυτό θέτει αμέσως το ερώτημα, ποια ακριβώς είδη ταλέντων είναι επαρκή για τις απαιτήσεις της ιθαγένειας; Και μήπως κάποια ταλέντα πρέπει να εκτιμούνται περισσότερο από άλλα; Ποια ακριβώς πρέπει να συνδέονται με την υπηκοότητα; Κάθε παιδί γεννιέται με μοναδικό συνδυασμό ιδιοτήτων, πώς λοιπόν μπορούμε να κατηγοριοποιήσουμε την αξία τους; Η ειρωνεία εμφανίζεται όταν εφαρμόζουμε την ίδια ερώτηση σε ανθρώπους χωρίς αυθαίρετη πρόσβαση στην ιθαγένεια: έχουν ταλέντα που συνδέονται με το νομικό τους καθεστώς; Όχι, σίγουρα όχι. Στην τελική, τα παιδιά μεταναστευτικής καταγωγής συχνά αποκτούν την ιθαγένεια μόνον όταν συνεισφέρουν στην κοινωνία με κάποιον τρόπο που τους κάνει ορατούς και επιθυμητούς από ένα ευρύτερο κοινό. Ο αθλητισμός είναι το πιο γνωστό παράδειγμα.

Μια μη δημοφιλής συνέπεια των δικών του προτύπων

Δεν πρέπει να παραμείνουμε σιωπηλοί και ευχαριστημένοι με την έκδηλη «γενναιοδωρία» του Σαμαρά, αλλά να ανοίξουμε τα μάτια μας στις αντιθέσεις πίσω από το συμβολισμό του. Αντί να δούμε τις πράξεις του απέναντι στον Γιάννη ως φιλικές (όπως συμπέραναν οι φωτογραφίες στις εφημερίδες), θα πρέπει να προσπαθήσουμε να μεταφράσουμε το μήνυμα του Σαμαρά για την ιθαγένεια και να αντιληφθούμε πως το προωθεί ενεργά ως ένα εργαλείο ένταξης, ενώ στην ουσία αποτελεί ένα εργαλείο αποκλεισμού. Ο Σαμαράς επιβεβαιώνει τις απόψεις που τόσοι άνθρωποι έχουν για την ιθαγένεια: ότι πρέπει να είναι υπό προϋποθέσεις. Πρωταρχικής σημασίας είναι συνθήκες όπως η καλή κατανόηση της ελληνικής γλώσσας, η νομιμότητα χωρίς ποινικό μητρώο και καλό (εργασιακό) ήθος. Κατά προτίμηση, το άτομο αυτό θα πρέπει να ξέρει την ιστορία της χώρας υποδοχής και τις ηθικές αξίες της κοινωνίας. Συχνά θεωρείται δεδομένη η κοινή συναίνεση για όλες αυτές τις συνθήκες στην κοινωνία υποδοχής, ενώ στην πραγματικότητα αποτελούν αντικείμενο έντονων συζητήσεων, αποδεικνύοντας πως υπάρχουν διαφορετικές απόψεις σχετικά με το σε ποιον βαθμό θα πρέπει να πληρούνται οι προϋποθέσεις. Επομένως, από μόνες τους οι προϋποθέσεις αυτές χρήζουν βαθύτερης έρευνας επίσης. Σίγουρα μπορούμε να συμπεράνουμε πως η ύπαρξη της υπό προϋποθέσεων ιθαγένειας γίνεται ένα ισχυρό εργαλείο αποκλεισμού: αυτοί που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις στερούνται τα δικαιώματα και αποκλείονται από τη συμμετοχή στα κοινά. Προστατεύεται έτσι η χώρα από ανεπιθύμητα άτομα που ίσως αποτελέσουν κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια ή χαλάσουν την συνοχή που έχουν φανταστεί. Εκτός από την απλοϊκή εφαρμογή των συνθηκών αυτών, υπάρχει μια εντυπωσιακή αντίφαση στην Ελλάδα. Βάση αυτών των προϋποθέσεων, οι περισσότεροι νέοι μεταναστευτικής καταγωγής θα έπρεπε να αποκτήσουν αμέσως ιθαγένεια. Προφανώς, λαβαίνοντας υπόψη ότι είναι εκτεθειμένοι και δέχονται καθημερινά ερεθίσματα της ελληνικής γλώσσας, ιστορίας, κουλτούρας και αξιών καθ’όλη τη διάρκεια της ζωής τους, αυτόματα πληρούν τις προϋποθέσεις που τόσοι πολλοί έχουν συνδέσει με την ιθαγένεια. Όντως, λόγω των ατέρμονων γραφειοκρατικών διαδικασιών, κάποιοι έχουν βιώσει μια περίοδο στο αέρα, αλλά αυτό συχνά συνέβη εκτός της δικής τους ευθύνης. Φαίνεται, επίσης, η κυβέρνηση να θεωρεί πως είναι παγιδευμένη στα πρότυπα που έχει θέσει η ίδια: το να δώσει ιθαγένεια σε 200.000 παιδιά θα ήταν ένα πολύ αντιλαϊκό μέτρο, δεδομένης και της ευαισθησίας της χώρας σε ζητήματα του «ανήκειν» τώρα που διανύει την χειρότερη οικονομική ύφεσή της από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Σαμαράς επίσης χρειαζόταν άλλη μια απαίτηση που θα διευκόλυνε τον αποκλεισμό και θα ευχαριστούσε παράλληλα πολλούς ενδιαφερόμενους φορείς.

Μια προσπάθεια να ευχαριστήσει το κοινό

Η περίπτωση του Γιάννη του προσέφερε οδυνηρά την τέλεια μάσκα. Γνωρίζοντας ότι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης θα προωθούσαν ευρέως το θέμα (δεδομένης της ήδη υπάρχουσας έντονης συζήτησης σχετικά με την ιθαγένεια και τη δημοτικότητα του μπάσκετ), ο Σαμαράς λανθασμένα χρησιμοποίησε αυτήν την τέλεια περίπτωση για να στείλει δυο σημαντικά μηνύματα. Πρώτον, ήθελε να διευκρινίσει ότι «δεν είμαστε ρατσιστές», εννοώντας «έχουμε επίγνωση των προβλημάτων και κατευθυνόμαστε θετικά προς την επίλυσή τους». Αυτό το μήνυμα προοριζόταν για την ευχαρίστηση των πρώτων ενδιαφερόμενων φορέων: τους πατέρες και τις μητέρες των παιδιών που αντιμετωπίζουν τεράστια προβλήματα επειδή δεν έχουν δικαίωμα στην ιθαγένεια. Τους δόθηκε «ελπίδα» και τους ζητήθηκε να κάνουν και πάλι υπομονή. «Ειλικρινά, σας συμπονούμε και προσπαθούμε!». Το δεύτερο μήνυμα ήταν «πρέπει να είμαστε προσεκτικοί αναφορικά με το που δίνουμε την ιθαγένεια». Πράγματι, μπορούμε να τη δώσουμε στο Γιάννη, επειδή έχει εξαιρετικά ταλέντα που μπορεί να μας φανούν χρήσιμα. Κάποιος που μας κάνει να αισθανόμαστε περήφανοι που ονομάζεται «Έλληνας». Επιπλέον, μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα για όλους αυτούς που θέλουν να πάρουν ιθαγένεια. Και αυτό ακριβώς είναι η ρίζα του προβλήματος: δεν είναι όλα τα παιδιά μεταναστών ταλαντούχοι παίκτες του μπάσκετ. Προσθέτοντας απλώς αυτήν τη λεπτή προϋπόθεση, ο Σαμαράς μετέτρεψε την ιθαγένεια ως εργαλείο αποκλεισμού. Ο συνδυασμός αυτών των δύο μηνυμάτων είναι παραπλανητικός και απατηλός. Έχει σκοπό να ευχαριστήσει και να κατευνάσει διαφορετικούς ενδιαφερόμενους σε μια συζήτηση και έτσι να ξεφύγει από τις δυσκολίες που εμπεριέχει. Οι απελπισμένοι γονείς και τα παιδιά μεταναστευτικής καταγωγής ζητούνται να παραμείνουν αισιόδοξοι διότι «το αδύνατο έγινε δυνατό». Ταυτόχρονα, ο Σαμαράς ικανοποιεί ειδικά εκείνο το τμήμα της ελληνικής κοινωνίας που πλέον είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο σε θέματα ιθαγένειας και ζητήματα του «ανήκειν», καθησυχάζοντάς τους πως, μόνον εκείνοι που είναι σαν το Γιάννη θα αποκτήσουν την ελληνική υπηκοότητα από τα χέρια του.

Η συνέχεια της μάχης

Προφανώς, το να ευχαριστήσουμε το Σαμαρά για τη γενναιοδωρία του, δεν θα βοηθήσει τα άλλα 200.000 παιδιά που περιμένουν στον αέρα. Αυτά τα παιδιά βιώνουν τα ίδια ακριβώς εμπόδια που αντιμετώπισε και ο Γιάννης στο παρελθόν: δεν τους επιτρέπεται να κυνηγήσουν τα όνειρά τους, πόσο μάλλον να ζήσουν μια φυσιολογική ζωή. Ευτυχώς, ο Γιάννης μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πηγή έμπνευσης και ελπίδας για τα παιδιά αυτά, συναισθήματα απαραίτητα για να είναι πρόθυμα να συνεχίσουν τη μάχη. Αυτή η αντοχή είναι απαραίτητη στο αποκαρδιωτικό ελληνικό πλαίσιο, αν θέλουμε να πετύχουμε ό,τι προσπαθεί στην ουσία ο Σαμαράς να εμποδίσει: πρόσβαση στην ιθαγένεια για κάθε παιδί που γεννιέται από μετανάστες γονείς, αντί της ιθαγένειας υπό όρους με μη ρεαλιστικά και θολά πρότυπα. Ανεξάρτητα από τα ταλέντα τους, τη δυνητική συμβολή τους στην ελληνική κοινωνία ή οποιαδήποτε άλλη προϋπόθεση θα μπορούσε να προστεθεί στο μέλλον, αυτά τα παιδιά θα πρέπει να αναγνωριστούν ως ανθρώπινα όντα με τα ατομικά τους δικαιώματα, που τους αξίζει αξιοπρέπεια και σεβασμός. Θέλω να ευχαριστήσω το Γιάννη που έσπασε τις αλυσίδες αυτού του διαλόγου, ελπίζω ότι θα συνεχιστεί έντονα. Εύχομαι ό,τι καλύτερο στο ΝΒΑ!